Για το παιδί, το συνεπαρμένο με χάρτες και χαλκογραφίες,
Το σύμπαν είναι όμοιο με την παλώρια όρεξή του.
Α! Πόσο ο κόσμος είναι μέγας στων λαμπόγυαλων τη λάμψη!
Στης θύμησης τα μάτια πόσο μικρός ο κόσμος!
(Απαγγελία στην ελληνική)
(Απαγγελία στη γαλλική)
Κάποιο πρωινό αναχωρούμε, με το μυαλό φλόγα μεστό,
Μνησικακία την καρδιά γεμάτη και πικρούς πόθους,
Πηγαίνουμε ακολουθώντας του κύματος το ρυθμό,
Μετεωρίζοντας το άπειρό μας στων θαλασσών το πεπερασμένο!
Οι μεν, χαρούμενοι που αφήνουν μιαν άτιμη πατρίδα∙
Άλλοι τη φρίκη των λίκνων τους, και κάποιοι,
Αστρολόγοι μεσ στα μάτια μιας γυναίκας πνιγμένοι,
Την τυραννική Κίρκη με τα επικίνδυνα μύρα.
Για να μην μεταμορφωθούν σε ζώα, μεθούν
Απ’ το στερέωμα, το φως, κι από πυρπολημένους ουρτανούς.
Ο πάγος τους δαγκώνει, ο ήλιος χάλκινους τους κάνει,
Και σβήνει αργά-εργά το στίγμα των φιλιών.
Αλλά οι αληθινοί ταξιδιώτες είναι μόνον αυτοί που φεύγουν
Για ν’ αναχωρήσουν καρδιές ελαφρές, όμοιες με φούσκες,
Απ’ το πεπρωμένο τους ποτέ δεν αλαργεύουν,
Κι αγνοώντας το γιατί πάντα λένε: Α; πάμε!
Εκείνοι οι πόθοι τους έχουν τη μορφή των νεφελών
Και που ονειρεύονται όπως ο κληρωτός το κανόνι,
Πελώριες ηδονές, μεταβλητές, άγνωστες,
Που το ανθρώπινο μυαλό δεν έμαθε ποτέ τ’ όνομά τους!
Παριστάνουμε, ω φρίκη! τη σβούρα και τη σφαίρα
Στις στροφές και τα πηδήματά τους∙ και στον ύπνο μας
Η Περιέργεια, μας στροβιλίζει και μας βασανίζει,
Σαν Άγγελος σκληρός που ήλιους μαστιγώνει.
Παράξενη μοίρα όπου ο σκοπός μετατοπίζεται,
Και μη όντας πουθενά, μπορεί να ‘ναι οπουδήποτε!
Κι ο άνθρωπος, που η ελπίδα του ποτέ δεν λυγίζει,
Τον αναπαμό για να ‘βρει τρέχει σαν τρελός!
Είναι η ψυχή μας τρικάταρτο που την Ικαρία του αναζητεί∙
Μια φωνή πάνω στη γέφυρα αντηχεί: «Άνοιγε το μάτι!»
Μια φωνή απ’ το θωράκιο θερμή και τρελή κραυγάζει:
«Αγάπη… Δόξα… Ευτυχία!» Κόλαση! Ένας ύφαλος!
Κάθε νησί που επισημαίνεται απ’ τον άνθρωπο της σκοπιάς
Είναι ένας Παράδεισος που υπόσχεται η Μοίρα∙
Η φαντασία που ορθώνει το όργιό της
Δε βρίσκει παρά έναν ύφαλο στου πρωινού τα φέγγη.
Ω, το φτωχό εραστή των χιμαιρικών χωρών!
Μήπως πρέπει να τον φυλακίσει, στη θάλασσα να τον ρίξει,
Αυτόν τον μεθυσμένο ναύτη, εφευρέτη της Αμερικής
Που η πλάνη του κάνει το βάραθρο πιο πικρό;
Ο γέρο αλήτης καθώς πατά μες στη λάσπη,
Ονειρεύεται, στον αέρα οσφραίνεται, παράδεισους λαμπρούς∙
Το μαγεμένο βλέμμα του ανακαλύπτει μια Καπούη
παντού όπου το κερί φωτίζει μια τρώγλη.
Αλλόκοτοι ταξιδιώτες! Ποιες ιστορίες ευγενικές
Διαβάζουμε μες στα μάτια σας τα βαθιά σαν τις θάλασσες!
Δείξτε μας τις κασετίνες με τις πλούσιες θύμησές σας,
Τα θαυμάσια αυτά κοσμήματα, καμωμένα μ’ άστρα κι αιθέρες.
Θέλουμε να ταξιδέψουμε δίχως ατμό και δίχως ιστίο!
Κάνετε, για να φαιδρύνουμε τη θλίψη των φυλακών μας,
Στη φαντασία μας να παρελάσουν, τεντωμένες σαν ιστίο,
Οι θύμησές σας με φόντο τους ορίζοντες.
Πείτε, τι είδατε;
«Είδαμε αστέρια
Και κύματα είδαμε επίσης αμμουδιές∙
Και, παρά τα χτυπήματα και τις απρόβλεπτες τρικυμίες,
Συχνά νιώσαμε πλήξη, όπως κι εδώ.
Η δόξα του ήλιου στη μαβιά θάλασσα,
Η δόξα των πολιτειών μές στο ηλιοβασίλεμα,
Άναβαν μες στις καρδιές μας μιαν ανήσυχη φλόγα
Να βυθιστούμε στον ουρανό με τη δελεαστική ανταύγεια.
Οι πλουσιότερες πολιτείες, τα επιβλητικότερα τοπία,
Ποτέ δεν περιείχαν το μυστηριώδες θέλγητρο
Εκείνων που τυχαία με τα σύννεφα γίνονται,
Κι ο πόθος πάντα σε συλλογή μας έριχνε!
Η απόλαυση προσθέτει στον πόθο δύναμη.
Πόθε, γέρικο δέντρο η ηδονή για λίπασμα σου χρησιμεύει,
Ωστόσο, αυτό το φλοιό σου χοντραίνει και σκληραίνει,
Τα κλαδιά σου θέλουν να κοιτάξουν τον ήλιο από κοντά!
Θα ψηλώνεις πάντα, μέγα δέντρο απ’ το κυπαρίσσι
Μακροβιότερο; – Όμως με φροντίδα συλλέξαμε,
Μερικά σχεδιάσματα για το άλμπουμ σας το αδηφάγο,
Αδέρφια, που φαντάζει ωραίο στα μάτια σας ό,τι από μακρυά φτάνει!
Χαιρετήσαμε είδωλα με προβοσκίδα∙
Θρόνους αστροκέντητους με πέτρες πολύτιμες, λαμπερές∙
Παλάτια σκαλισμένα που το μαγικό τους μεγαλείο
Για τους τραπεζίτες σας θα ‘ταν όνειρο καταστροφικό∙
Φορεσιές που το θέαμά τους είναι μεθυστικό∙
Γυναίκες με βαμμένα τα δόντια και τα νύχια τους
Και σοφοί θαυματοποιοί που το φίδι τους θωπεύει».
Κι έπειτα, κι έπειτα ακόμη;
«Ω παιδικά μυαλά!
Για να μην λησμονηθεί το γεγονός το κυρίαρχο,
Είδαμε παντού, και χωρίς να το ερευνήσουμε,
Απ’ την κορφή ως κάτω της μοιραίας κλίμακας,
Το βαρετό θέαμα της αθάνατης αμαρτίας:
Τη γυναίκα, άθλια σκλάβα, ηλίθια εγωίστρια,
Που αγέλαστη τον εαυτό της λατρεύει και τον αγαπά χωρίς αηδία∙
Τον άνδρα, τύραννο άπληστο, ασελγή, πλεονέκτη σκληρό,
Σκλάβο της σκλάβας, ποταμάκι μες στον οχετό∙
Το δήμιο που χαίρεται, το μάρτυρα που κλαίει μ’ αναφιλητό∙
Τη γιορτή που καρυκεύει κι αρωματίζει το αίμα∙
Το φαρμάκι της εξουσίας που το δεσπότη εκνευρίζει,
Και το λαό, του αποκτηνωτικού μαστίγιου, εραστή∙
Πολυάριθμες θρησκείες όμοιες με τη δική μας,
Όλες να σκαρφαλώνουν στον ουρανό∙ Η Αγιότητα,
Όπως ένας λεπτοφυής κυλιέται σε πουπουλένια κλίνη,
Μες στα καρφιά και τη τζίβα την ηδονή ν’ αναζητεί∙
Η Ανθρωπότητα φλύαρη, μεθυσμένη απ’ το δαιμόνιό της,
Και τρελλή, τώρα όπως ήταν και άλλοτε,
Κραυγάζοντας μες στ’ απέραντο όπιο!
– Όμοιο είναι της γήινης σφαίρας το αιώνιο αποδεικτικό».
Πικρή γνώση, αυτή που αποκομίζεις απ’ το ταξίδι!
Ο κόσμος, μονότονος και μικρός, σήμερα, χθες, αύριο,
Πάντα μας κάνει να βλέπουμε το είδωλό μας!
Μιαν όαση φρίκης σε μιαν έρημο πλήξης!
Πρέπει ν’ αναχωρήσεις; Να μείνεις; Αν μπορείς να μείνεις μείνε∙
Φύγε αν πρέπει! Ο ένας τρέχει κι ο άλλος ζαρώνει
Για να ξεγελάσει, τον άγριο κι ολέθριο εχθρό
Το Χρόνο! Αλίμονο! είναι δρομείς χωρίς ανασασμό.
Σαν τον περιπλανώμενο Ιουδαίο και σαν τους αποστόλους,
Που δεν τους επαρκεί τίποτε, μήτε βαγόνι μήτε καράβι,
Για να ξεφύγουν αυτόν τον μονομάχο με το δίχτυ∙ είναι άλλοι
Που ξέρουν να τον σκοτώνουν δίχως το λίκνο τους ν’ αφήσουν,
Όταν τέλος θα βάλει το πόδι του στη ράχη μας,
Θα μπορέσουμε να ελπίσουμε και να φωνάξουμε: Εμπρός!
Το ίδιο όπως άλλοτε φεύγαμε για την Κίνα,
Με βλέμματα καρφωμένα στο πέλαγος και μαλλιά στον αέρα,
Ας σαλπάρουμε πάνω στη θάλασσα του Ερέβους
Με τη χαρωπή καρδιά πρωτάρη ταξιδιώτη.
Ακούτε αυτές τις φωνές θελκτικές και πένθιμες,
Που τραγουδούν: Απ’ εδώ! Εσείς που θέλετε να δοκιμάσετε
Το μυρωδάτο Λωτό! Εδώ είναι που τρυγάς
Φρούτα θαυματουργά που γι’ αυτά η καρδιά μας πεινά∙
Ελάτε να μεθύσετε με την παράξενη γλύκα
Αυτού του απομεσήμερου που είναι ατέλειωτο!»
Απ’ το φιλικό τόνο μαντεύουμε την οπτασία∙
Οι Πυλάδες μας εκεί κάτω μας απλώνουν τα χέρια.
«Για να δροσίσεις την καρδιά σου πλέε προς την Ηλέκτρα σου!»
Λέει εκείνη που άλλοτε της φιλούσαμε τα γόνατα.
Ω Χάρε, γέρο-καπετάνιε, είναι καιρός! ας σηκώσουμε την άγκυρα!
Η Χώρα αυτή μας ενοχλεί, Ω Θάνατε! Ας αποπλεύσουμε!
Αν ο ουρανός κι η θάλασσα είναι μαύροι σαν το μελάνι,
Οι καρδιές μας που γνωρίζεις γέμισαν ηλιαχτίδες!
Ρίχνε μας το φαρμάκι σου για να μας γιγαντώσεις!
Αυτή η φωτιά τόσο μας ψήνει το μυαλό, θέλουμε,
Να βυθιστούμε στ’ άδυτα της αβύσσου, Κόλαση ή Ουρανός, αδιάφορο;
Στο βυθό του Αγνώστου για να βρούμε το καινούριο!
(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)
Pages: 1 2