Φίμωτρο στη γη του φόρεσε ο αγρότης,
Και στην καλάδα του ο ψαράς χαλινό.
Τοιουτοτρόπως οικοδομείται το μνημείο του «Κράτους», στη σύσταση του οποίου κύριο κι ενεργό ρόλο έχουν ο Φιλελευθερισμός, ο Συντηρητισμός και ο Σοσιαλισμός, στων οποίων την «idéologie» πρυτανεύει το «ορθολογικό άτομο» που δύναται να «διορθώσει», «βελτιωτικά» πάντα, την Κοινωνία.
Κατ’ επέκταση το Κράτος εστιάζει:
-
ως «τηρητής της Τάξης» στον Οργανικισμό-Organicism οριοθετώντας πρωτίστως την ιδιότητα του Πολίτη, ώστε οι συνταγματικές-νομικές διατάξεις που προσδίδονται να «προαγάγουν» το άτομο από Πολίτη σε Εκλογέα, ιδιότυπο χρίσμα που μεταλλάσσει τον συμμετέχοντα από «ασκών των προσωπικών του δικαιωμάτων» σε «ενεργούμενο του Κράτους» και εν δευτέροις καθορίζοντας τη συμπεριφορά απέναντι στους επιβαλλόμενα «επιθυμητούς» θεσμούς, τους οποίους χρίζει ως «τμήματα» της Κοινωνίας που αναπτύσσονται προς συνεισφορά στη «διατήρηση-ωφελεία του ευρύτερου συνόλου». Προτάσσεται μία διφορούμενη «Ηθική» με τη μονοσημία της να επαινεί τις αυτόκλητες «ιεραρχικές βαθμίδες» της Φύσης προς επίρρωση άνισης κατανομής αγαθών-προνομίων και με την πολυσημία της να εξαίρει την «προσχηματικά πειθαρχημένη ισότητα» των Πολιτών προς ενδυνάμωση του «Κοινωνικού Συμβολαίου».
-
ως «επεξεργαστής καταμερισμού της εργασίας» στη διεύρυνση των πεδίων παρέμβασης, «κατασκευάζοντας» το δίπολο Ιδιωτικού-Δημοσίου Τομέα με την πόλωση, διαμετρικά κι εκ βαθέων αντίθετοι, να κρίνεται, θα τολμήσω να πω, ευφυής. Η Κολόνια κρατάει χρόνια κι ας ιχνηλατήσουμε εν τάχει τη διαδρομή της, η οποία εκκινεί με τη συγκρότηση του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, η οποία συγκρότηση εδραζόταν σε δύο βασικούς πυλώνες: την ενοποίηση της επικράτειας δια μέσω της εξασθένησης των γεωγραφικών φραγμών – οικονομικών συσχετισμών – κοινωνικών δεσμών και την ιδεολογική ομογενοποίηση δια μέσω των νέων μέσων επικοινωνίας. Οι Βαυαροί λοιπόν είναι οι πρωτουργοί οργάνωσης των δημοσίων υπηρεσιών, στόχος των οποίων ήταν – είναι και θα είναι ο διοικητικός συγκεντρωτισμός και η δημοτική φορολόγηση, συνδυασμός που με τη σειρά του απολήγει σε ομογενοποίηση του πληθυσμού δια μέσω των Συστημάτων Υγείας – Παιδείας πρωτίστως και ενισχυμένη κατ’ επέκταση αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού.
Επιτυγχάνεται λοιπόν ένας αυτόματα εργασιακός Οργανικισμός δια μέσω της διαθεσιμότητας ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο λειτουργεί σαν ενεργούμενο του εν λόγω μηχανισμού. Το συγκρουσιακό στοιχείο στη μισθωτή εργασία ανέκαθεν τρομοκρατούσε τη Δημόσια Αρχή, η οποία όφειλε να αντιδιαστείλει με σύμπηξη μονιμότερων ιδεολογικών προσεγγίσεων, και αυτό διασφαλίστηκε με την υπαγωγή της εργασίας στην κρατική επίβλεψη. Ο Δημόσιος Πυρήνας συνιστά τη ρύθμιση των εργατικών διαφορών δια μέσω κρατικής-κοινωνικής νομοθεσίας και την πρόσδεση οικειοθελών επιτηρητών της κοινωνικής αναδιάρθρωσης στο άρμα του κρατικού ελέγχου. Για να εξομαλύνει τις ολιγαρχικές διαφορές ο κρατικός μηχανισμός δημιουργεί συνενόχους ανατροφοδοτώντας τους κόλπους ελέγχου και διεκπεραίωσης της γραφειοκρατίας δανειζόμενος ελατήρια απ’ τις ασθενέστερες τάξεις, ώστε τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα να ενστερνιστούν πολιτική συμπεριφορά ευεπίφορη προς ενοποίηση και κατ’ εφαπτομένη συστημική αλλά επιλεγμένη αφομοίωση των πληθυσμών, και λέω επιλεγμένη, διότι οι Αρχές αντιμετώπισαν τις κοινωνικές κατηγορίες σαν συμπαγή εδάφη, τα οποία κατέτμησαν για να κάνουν οικόπεδα, αφού είχαν και συνεχίζουν να έχουν πρόσβαση μεμονωμένες ομάδες, που αποσχίζονται και καταλήγουν να δημιουργούν το πελατειακό κράτος. Οι νέοι θεσμοί με την υδροκέφαλη γραφειοκρατία κοινωνικοποίησης είναι αυτοί που θα ευρωστήνουν την αστική νοοτροπία.
Το μνημείο του «Κράτους» αφορά σ’ ένα σχήμα το οποίο εναγκαλίζεται το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας και μέσα στους κόλπους του οποίου εκκολάπτονται:
-
ο Καπιταλισμός υπό την επικουρία της κλασσικής οικονομικής των Adam Smith και David Ricardo.
-
ο Σοβιετικός Κομμουνισμός υπό τας ευλογίας των Karl Marx και Vladimir Lenin.
-
ο Ναζισμός υπό τη δογματική θεώρηση του Adolf Hitler στο Mein Kampf.
Τα γρανάζια της νεοσύστατης μηχανής χρειάζονταν λίπανση, ώστε οι κραδασμοί να απορροφούνται άμεσα και να μην διαμαρτύρονται οι καθήμενοι επί του άρματος, ώστε η πλοήγηση να δείχνει πως «αγκαλιάζει» την πλειονότητα. Επινοήθηκε λοιπόν η «Δικαιική Τάξη» ως έκφραση τάχα της συλλογικής βούλησης, κατά την οποία όμως παραγκωνίστηκε η Φύση «ως οιονεί αντικειμενικό πρότυπο, με βάση το οποίο μπορούσε να ασκηθεί κριτική στο δίκαιο-το έθιμο-τη σύμβαση», και προτάχτηκε η αναγνώριση της ατομικής βούλησης, «μια εξεζητημένη συλλογή προσωπείων με την επιτακτική ανάγκη να είναι ο εαυτός τους»!
Στην αρχαιότητα η λειτουργία του δικαστικού συστήματος προϋπέθετε την απαράγραπτη πρόσβαση σε αυτόν που επρόκειτο να του απονεμηθεί δικαιοσύνη και υποχρεωτική αυθεντία για αυτόν που ασκεί.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα μετατρέπεται το Δικαστήριο της διαιτησίας σε ένα σύνολο θεσμών, ειδικών και σταθερών, που υπάγονται στην πολιτική-κρατική δικαιοδοσία και αυτόκλητα αρμοδιοδοτούνται να επιφέρουν σταδιακά αλλά σταθερά την πρακτική ποδηγέτηση της Ελευθερίας δια μέσου αφ’ ενός της φορολογίας με πρόστιμα-δημεύσεις-κατασχέσεις, αφ’ ετέρου με την «επιδοματοποίηση» εκτενών τμημάτων του πληθυσμού.
Η Γαλλική Επανάσταση επιθυμεί να θωρακίσει τη Δικαιοσύνη αλλά υποπίπτει στο ατόπημα θεμελίωσης δικαιωμάτων στην ατομικιστική νοοτροπία και στην αντιπαράθεση δαρβινικού τύπου. Η Οκτωβριανή Επανάσταση υπόσχεται κατάλυση της δεσποτικής εξουσίας αλλά δεν εισηγείται εν τέλει παρά νέους ανθρωποβόρους μηχανισμούς.
Εν καιρώ το άτομο έγινε μάρτυρας της συνέργιας Δικαστικού Σώματος-Ενόπλων Δυνάμεων και συνακόλουθη μετάλλαξη της άτρωτης Αρχής σε εξαρτημένο ενεργούμενο της κρατικής εξουσίας, τουτέστιν ένα σύστημα διακανονισμών ως προαγωγό μίας «βούλησης» όχι και τόσο «ατομική» εν τέλει, αφού εντάσσεται ολοκληρωτικά στην «Ιδεολογία» της, όπως αυτές κατηγοριοποιούνται ως παραπέτασμα συγκεκριμένης πολιτικής σκέψης κι εξουσιαστικής ενόρμησης. Ας μην ξεχνάμε πως «ο Νόμος δεν παρασύρεται από πάθη, όπως οι άνθρωποι που εκφαυλίζονται» υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, συμφωνεί ο Κικέρωνας πως «Είμαστε όλοι σκλάβοι των νόμων για να μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι», συμπληρώνει ο Jean-Jacques Rousseau πως «Είσαστε πάντοτε ελεύθεροι, όταν υποτάσσεστε στους νόμους αλλά όχι όταν υποτάσσεσθε σ’ ένα άνθρωπο. Γιατί στη δεύτερη περίπτωση πρέπει να υπακούσω στη θέληση κάποιου άλλου, ενώ υπακούοντας στους νόμους, απλώς συμμορφώνομαι με τη γενική βούληση, που είναι εξίσου δική μου όσο και των άλλων».
Παρεπομένως η Δικαιοσύνη ενδύεται τον χιτώνα ιδιοποίησης των μέσων καταναγκασμού έναντι του ατόμου,ιδιότητα που ταυτοχρόνως ισοδυναμεί με οικονομική πρόσοδο και όπου «Επανάσταση», που υψώνει σημαίες απολύτρωσης από τις αλυσίδες, εκφυλίζεται σε νέα νομή της εξουσίας.
«Δικαιική Τάξη» λοιπόν και εξουσιαστικός λόγος συνιστούν ένα και το αυτό άτμητο σωματίδιο, το οποίο προτάσσει στη φαρέτρα του την επικύρωσή του στο όνομα της «ανεξαρτησίας» και της «αυτεξουσιότητας». Αν «η Ιδεολογία είναι η πιο ασαφής έννοια όλων των επιστημών» δια στόματος David McLellan, τότε ορθά αντιπαραβάλλει ο Michel Paul Foucault, όταν διατείνεται πως «οι θεσμοί έγιναν για να επεξεργάζονται και να μεταβιβάζουν έναν ορισμένο αριθμό αποφάσεων, στο όνομα του Κράτους, ώστε να εφαρμόζονται και να τιμωρούν όλους, όσοι δεν υπακούουν».