ΚΟΣΜΟΣ

ΚΟΣΜΟΣ

Αλήθεια ποτέ οι Κονκισταδόρες,
Κάτι δεν είχαν εναντίον των Αζτέκων∙
Έν’ αποτρεπτικό απλώς εφαρμοζόταν καταστατικό!

 

Στην καθημερινότητα η Ζωή «εκδηλώνεται σαν μία τεράστια συσσώρευση θεαμάτων κι ό,τι είχε άμεσα βιωθεί, απομακρύνθηκε σε μία αναπαράσταση» πρεσβεύει ο Guy Debord και διατρέχοντας τα ηλεκτροφόρα καλώδια της Ιστορίας, ακόπως τεκμαίρεται η ρήση του.
Από την ανθρώπινη ορδή στον κυνηγετικό-γεωργοκτηνοτροφικό βίο και από την κατά τύχη συμβίωση στην επιτακτική συνύπαρξη, κάπως έτσι απλώνει τα μαγνάδια της η οργάνωση και θεσμοποιεί το «κοινωνικό συμβόλαιο» επιστασίας, αφού η ανθρώπινη υπόσταση διακατέχεται από την ακόρεστη δίψα για εξουσία, με το αμείλικτο πρόσωπό της απόλυτο και πανταχού παρόν να διασφαλίζεται δια της βίας, μία βία άλλοτε ωμή κι απροκάλυπτη, όπως αυτή διαπιστώνεται στη διεξαγωγή πολεμικών-επεκτατικών συγκρούσεων, κατά τις οποίες η εξολόθρευση του ανθρώπου εμφανίζεται ως επίκτητη ιδιότητα πλεονεξίας και άλλοτε συγκεκαλυμμένη, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα σε τρία στάδια:

  • οικογένεια

  • κοινωνία

  •  κράτος

 

«Εν αρχή ην ο οίκος», η «κοινωνία κατά φύσιν», όπως πρεσβεύει ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» και μπορεί η Οικογένεια να αποτελεί καταφύγιο για συγκεκριμένα άτομα αλλά ταυτόχρονα συνιστά και τη σταθερή φορολογητέα μονάδα στην οικονομική ατμομηχανή. Η «Κώμη» και η «Πόλις» λαμβάνουν τη σκυτάλη ως ευρύτερες κοινωνικές συνομαδώσεις, ευεπίφορες στην καλλιέργεια καταπίεσης, αφού μέσα στην περίκλειστη κορνίζα τους ο άνθρωπος απώλεσε τη φυσική του κατάσταση, η οποία προσέδιδε ελευθερία κινήσεων, και επιδόθηκε στην ανάπτυξη μονοσήμαντων πολιτιστικών στοιχείων ως χαρακτηριστικά «ιδιοκτησίας», τα οποία θα δύναιντο να οικοδομήσουν τις προϋποθέσεις μεθόδευσης υπαγορεύσεων και υπαινιγμών εξουσίας.

Δημιουργήθηκαν παρεπομένως οι Ιδεολογίες, σχηματισμοί λέξεων-συνθηματολογίας ικανοί:

  • να προσελκύσουν αφ’ ενός οπαδούς ως «συνοδοιπόρους», αφού η «εγκυρότητά τους» θα κρίνεται ασπαστή λόγω ίδιων συμφερόντων. Η «Ιδεολογία» εμφανίζεται ως είδος συγκολλητικής ουσίας επί των μελών ενός κοινωνικού στρώματος, η μεσαία τάξη ενσωματώνεται στον Φιλελευθερισμό-η αριστοκρατία στον συντηρητισμό-η εργατική τάξη στον κομμουνισμό, και αντικαθρεφτίζει τις εμπειρίες ή τις φιλοδοξίες της κοινωνικής συσσωμάτωσης. Όλες ωστόσο επιλέγουν να παραδώσουν τη ζωή και το μυαλό τους σε κορπορατικούς σχεδιασμούς διοικήσεως, παραφραζόμενους ως «συλλογικό καλό», το οποίο μόνο μέσα από μία διαδικασία «συγκεντρωτικού αλτρουισμού» μπορεί να οδηγήσει σε ενεργό συμμετοχή. Τόσο ο Φασισμός, όταν ο Giovanni Gentile διατυπώνει «Τίποτα έξω από το Κράτος», όσο ο Σοσιαλισμός, όταν ενίσχυσε τη σύσταση συνδικάτων-εργατικών κομμάτων-αθλητικών συλλόγων επιδιώκοντας την ανάρρηση στον θώκο με εκλογές, αλλά και ο Κομμουνισμός, όταν φέρει στο λάβαρό του την κοινοκτημοσύνη του παραγωγικού πλούτου δια μέσου ενός διασωματειακού-κλαδικού κολεκτιβισμού που στηρίζεται όμως σε μεικτή οικονομία με τη βιομηχανική ατμομηχανή να προσδένει στο κρατικό άρμα τους βραχίονές της αλλά να εξαιρεί κάποιες ιδιωτικοποιημένες συνιστώσες του, όπως έχει αποδείξει η Ιστορία, γοητεύτονται στην ουσία απ’ το Κράτος ως εργαλείο ορθολογισμού κι επίτευξης των στόχων.

  • να επικυρώσουν αφ’ ετέρου τις εξειδικευμένες λειτουργίες της ιεραρχίας και τα προνόμια ως επαληθεύσιμα. Μπορεί εκ πρώτης όψεως στις υποκείμενες ομάδες στην κάθε «Ιδεολογία» να πυροδοτείται το αίσθημα του «ανήκειν» αλλά με μία παρατήρηση διεξοδικότερη αντιλαμβανόμαστε πως η «Ιδέα» επιγεννά την ανάγκη διακυβέρνησης επί των «συνοδοιπόρων», κάτι που σημαίνει τη δημιουργία ενός μακρόπνοου σκελετού με συστηματική προσπάθεια, ο οποίος θα επικαλείται το «ενοποιητικό σύνολο αξιών» για να επιβληθεί-να εξασφαλίσει την υπακοή-να ευοδώσει την προσπάθεια κοινωνικού ελέγχου. Κι ενώ ο Φασισμός λατρεύει τον συγκεντρωτισμό αλλά δεν επιθυμεί την κολεκτιβοποίηση της οικονομικής ζωής, επειδή στοχεύει στη διαμόρφωση κατακερματισμού της συνείδησης και εμμέσως των κοινωνικών δομών, ο Σοσιαλισμός πρεσβεύει κεντρικό σχεδιασμό, στον οποίο εμφωλεύει η διχαστική ιδέα του ταξικού πολέμου, ώστε η υπέρβαση του δυισμού δομής και υποκειμένων να καθίσταται αδύνατη, επειδή η αντανακλαστικότητα των ομάδων περιορίζει τον πρωταρχικό της ρόλο στην «καθημερινή ευημερία», η οποία εκκινεί και καταλήγει στον «δικαιωματισμό=συνεχή μέριμνα», αυτόβουλη παραδοχή της έλλειψης της Ελευθερίας δηλαδή.

 

Αν και από αρχαιοτάτων χρόνων συγκροτούνται «Ιδέες» ως βραχίονες διοικήσεως ή κυβερνητισμού, ο όρος «Ιδεολογία» έλκει τις ρίζες του από τη Γαλλική Επανάσταση και την επινοεί ο Antoine Destutt de Tracy, σύμφωνα με τον οποίο η «idéologie» θα άνοιγε τον δρόμο για ένα νέο πεδίο επιστημών. Ακολούθησαν ορισμοί επί ορισμών, μεταξύ των οποίων οι εξής ενδιαφέροντες:

  • σύστημα πολιτικών πεποιθήσεων

  • σύνολο πολιτικών προσανατολισμών

  • η Άρχουσα Τάξη

  • η κοσμοθεώρηση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας

  • η άρθρωση ταξικών συμφερόντων

  • οι τρόποι προς εμφύσηση του «ανήκειν»

  • το μέσο νομιμοποίησης του καθεστώτος

  • η δογματική διεκδίκηση της Αλήθειας

  • η συστηματοποίηση του ορθολογικού ζήλου

 

Κάθε «idéologie» ωστόσο χρησιμοποιείται από τον εκάστοτε ρήτορά της ως θεραπαινίδα της Εξουσίας και παρ’ όλο που αντικειμενικά δεν εγκλείει παρά την εξαπάτηση, οι αγορεύοντες την ενέταξαν σε «επιστημονικό σχεδιασμό» συνδέοντάς την άρρηκτα αφ’ ενός με το ταξικό ζήτημα και αφ’ ετέρου με την «κοινή λογική», ώστε «μοναδικά πριγκιπάτα να επεκτείνονται επί πολλών προσώπων εν καιρώ», κατά μικρή παράφραση της φράσης του Dante Alighieri.
Είναι η «αποσπασματικά θεωρημένη πραγματικότητα» του Debord που ξετυλίγει το κουβάρι της Ανθρωπότητας πάνω στην «ιστορία των λαθών των τεσσάρων Χ, Hegel-Heidegger-Xámbermas-Husserl» κατά τον Καστοριάδη, επειδή τοιουτοτρόπως διαστροφικά αντικαταστάθηκε η πραγματική ιστορία με την ιστορία των Ιδεών. Το «θέαμα» με το περιεχόμενό του να ταυτίζεται πλήρως με τη δικαιολόγηση συνθηκών και σκοπών του Ψευδόκοσμου, ξεπροβάλλει απ’ το ίδιο το «κοινωνικό παράθυρο» ως συνδετικός κρίκος των συνειδήσεων με το παραπλανημένο βλέμμα τους και εξαπατά την ίδια την αυτονόμησή του.

Οι συνιστώσες της Ιδεολογίας διακρίνονται στις «επιμέρους», οι οποίες αποτελούν πεποίθηση συγκεκριμένων κομμάτων-ομάδων, και στις «καθολικές», οι οποίες προφέρουν την κοσμοθεώρηση μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου.
Όπως και να’ χει αδιαμφισβήτητα η Ιδεολογία συνιστά μια κλειστή «στέρνα Σκέψης», η οποία αξιώνει τα copyright της «Αλήθειας» ως επιπολάζουσα καταστολή της κριτικής και διαστρεβλωτική εκλαΐκευση της πραγματικότητας, χαρακτηριστικά δια μέσω των οποίων ο ταγός εναρμονίζεται με την προτρεπτική στράτευση και την κανονιστική κατανόηση. Η Κοινωνία μεταλλάσσεται σε «θεμελιωδώς θεαματιστική» με κυρίαρχη εικόνα της το «παν της ανάπτυξης» και το «τίποτα του σκοπού». Κληρονομεί όλη την αδυναμία της ορθολογικής όρασης μετουσιώνοντάς την σε «εγκωμιαστικό μονόλογο». Το «θέαμα» ισούται με την «Ιδέα» και αντιστρόφως, άρρηκτα συνδεδεμένο με την αναγκαιότητα θεσμοποίησης Κράτους, η οποία καθίσταται «ιερή» για να δικαιώσει τα συμφέροντα της «κάστας» και να ονειροπολήσει σχετικά με το «ανέφικτο».
Συνακόλουθα τελείται μία λειτουργική ενστάλαξη μεροληψίας υπό το εκμαγείο των μανιφέστων που προσανατολίζουν προς την «Ιδέα» τόσο ως περιγραφική συνάφεια παραδόσεων-αντιλήψεων όσο και ως νοηματική συμπόρευση προτεραιοτήτων-απεικονίσεων, επιδιώκοντας τη μετάλλαξη του υποκειμενικού διανοητικού χάρτη σε αντικειμενική δράση.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5 6

Leave a Reply