Μια βάρκα, ένα κλήμα, μία ελιά!
(Ακούστε την απαγγελία)
Μ’ αέρινη ελαφρότητα ενθάρρυνε η Μουσική τις διαδρομές της,
Να καταθλιβεί ο Χώρος απ’ το βάρος
Να επιστρέψει στην πτέρυγα του Σωφρονιστικού Κώδικα ο Χρόνος
Να μείνουν οι Δυο τους άφωνοι μπρος τις γάμπες της τις σταυρωμένες
Περπατούσε αθόρυβα.
Με τη γενειάδα ΤΟΥ να οδοιπορεί την απομόνωση
Με τα μαλλιά στο μάκρος τους συντετριμμένα
Με την καρδιά ΤΟΥ να δονείται σε ρυθμό διαβολεμένο
Βαυκαλίζονταν ίσως τα παπούτσια του με τ’ όνειρο της ομοσπονδιακής αναταραχής
Γύρω φωτιές
Άνδρες με κράνη κι αντλίες έδιναν μάχες, να περισώσουν όσα μπορούσαν
Ένα κορίτσι εργαζόταν σε Ξενοδοχείο χωρίς να της κάνουν ποτέ πρόσληψη
Δύσκολο τα ουρλιαχτά ν’ αποδεχτούν πως ο ανήσυχος ύπνος θα πορευόταν χωρίς αυτά
Ένα αγόρι εργαζόταν προσωρινά στα πρακτικά του Κράτους κι έβλεπε τις αποφάσεις που εκκόλαπταν τις Ανισότητες
Μία νέα θα την έδιωχναν απ’ τη δουλειά επειδή περίμενε το πρώτο της μωρό
Ένας νέος φόρτωνε στα συσκευαστήρια τα κασόνια
Τα χέρια τους δεν έπρεπε να μαυρίζουν ποτέ κι ούτε μία λέξη γραπτή να την εκλιπαρήσω
Μια κοπέλα πεταμένη στο Άλσος με μόνες προσφερόμενες επιλογές τον εγκλεισμό της στα φορολογικά καταγώγια του Τεχνοκρατισμού ή τον βιασμό της από τους αποξενωμένους του.
Δύσκολο ν’ αφήσεις τις διαψευσμένες ελπίδες σου στους νέου τύπου τάφους
Μία γυναίκα αρρώστησε και την έδιωξαν απ’ την οικία, όπου καθάριζε. Άλλωστε δεν υπήρχαν προσλήψεις και δικαιώματα.
Δεμένοι χειροπόδαρα στα πέρατα οι σκλαβωμένοι
Πάλι οι Ίδιες φουρκέτες θα εκλέγονταν για να ρυθμίσουν τις βραγιές στον Κήπο
Θα μεριμνούσαν για αγορά λιπάσματος των Ένδοξων Ημερών
Τα γνωστά φυτοφάρμακα θα ξεπάτωναν τα ζιζάνια που τολμούσαν να ορθώνουν ανάστημα σε ξένους μπαχτσέδες
Η επικαιρότητα τρεφόταν αποκλειστικά με συνεντεύξεις
Κι αδέσποτες δημοσιεύσεις με το κριτήριο της στόχευσης
Οι Βάρκες γίναν του ανταγωνισμού εκφωνητές
Παραχωρήσαν τις ομπρέλες τους στον δάκο οι Ελιές
Και το Κλήμα πίσω απ’ τα πορτόφυλλα στέκει αδαές
Όποια μορφή μνησικακίας έπρεπε να βρει το εξιλαστήριο θύμα της
Περπατούσε αθόρυβα.
Με τη γενειάδα ΤΟΥ να οδοιπορεί την απομόνωση
Με τα μαλλιά συντετριμμένα στο μάκρος τους
Με την καρδιά ΤΟΥ να δονείται σε ρυθμό διαβολεμένο
Βαυκαλίζονταν ίσως τα παπούτσια του με τ’ όνειρο της ομοσπονδιακής αναταραχής.
Γύρω Φωτιές
Παιδιά με τ’ απανθρακωμένο του βρυγμού τους
Η Θάλασσα γινόταν Φόνισσα επειδή δεν άντεχε τόση Δυστυχία
Αυτόκλητη Τιμωρός μη και σειστούν οι ψυχρές της στάλες πάνω στην ασυνείδητη Συνείδηση
Οι Τροχονόμοι ευγενικά ταξινομούσαν τους ήχους των ρολογιών
Οι Φυλακές και οι Γυμνοί τους σε επείγουσα ανάγκη, την οποία Κανείς δεν εισάκουγε
Στο Κυνοβούλιο κατατίθεντο πάραυτα Μελέτες εμπεριστατωμένες: για την Τρομοκρατία, για τα Ναρκωτικά, για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα
Μουσαμάδες υγροί γεμάτοι αριθμούς ευνόητους, που λάτρευε το αναγνωστικό κοινό
Με τα πινέλα τους χρωμάτιζαν συμβάσεις Υποδούλωσης οι Ολιγάρχες
Ρομπότ αποχαυνωμένα απ’ την ψυχοτρόπο ουσία της Είδησης κι απ’ τις μορφίνες των επαναλήψεων
Πυορροούσαν οι Φλεγμονές με άμεσο Κίνδυνο τον Ακρωτηριασμό
Θα υπήρχαν πάντα ωστόσο διοικητικοί Λόγοι με τη σημασιολογική τους δυναμική, κι ίσως Ενοχή
Το άγριο Θηρίο ακόμη κοιμόταν,
Άντεχε την κακομεταχείριση και την κατάχρηση Εξουσίας
Μασούσε τα ηρεμιστικά του κάτω απ’ τη γλώσσα μ’ επιμονή κομματολαγνική
Κι ενδεχομένως φοβική
Περπατούσε αθόρυβα.
Και πήγαινε σ’ εκείνο το Δωμάτιο, το οποίο έβρισκε αρκετά Καθαρό
Πλενόταν με το σαπούνι ΤΗΣ και τα μαλλιά μάκραιναν κι άλλο με την υγρασία να διαποτίζει τα ρίγη στην πλάτη ΤΟΥ
Και σκουπιζόταν με τις πετσέτες ΤΗΣ και η γενειάδα του βάθαινε τους λογισμούς
Και άφηνε τα δόντια ΤΟΥ στο δέρμα εκείνης της γυναίκας, την οποία έβρισκε αρκετά παράλογη με τη ζωή της προσημειωμένη απ’ την Ποιητικήν ασθένεια
Και τη ρωτούσε αν χαιρόταν που τον έβλεπε έτσι ξεδοντιασμένο
Και τη ρωτούσε αν έκανε εξετάσεις για νοσήματα αφροδίσια
Τρόμαζε μέσα στις Σπηλιές της
Αγρίευε σαν έτρεχε στα Όρη της
Χτυπούσε δυνατά τις πόρτες του κελιού για να σιγουρευτεί αν είχαν αποχωρήσει οι Φύλακες ή αν θα ξαφνιαζόταν Εκείνη
Μες στους Πολέμους και στις Φωτιές
Οι ανάσες τους ξέβραζαν στον ίδιο παρονομαστή της Ουτοπίας
Παλιά Εκείνη μιλούσε πολύ μα τελευταία σταμάτησε. Είχε εμπιστευτεί τη συμπόνοια της χαλάρωσης
Έκλεινε μέσα στα μάτια όλο το Κενό, στη γλώσσα τα σάλια και στο σεντόνι το σπέρμα. Άοπλα όλα τα ‘κλεινε στα μπουντρούμια της Λήθης, να παίξει μαζί τους ποδόσφαιρο, όταν οι Θνητοί έβλεπαν το match στο écran.
Μα πότε αφουγκράστηκαν οι Θνητοί την Ποίηση για να το πράξουν μπρος στη βιβλική καταστροφή…
Pages: 1 2