Το σκοτάδι αναδιπλωνόταν, κατακόκκινος από οργή ο Αίολος με φιλήδονη απελευθέρωνε μοχθηρότητα τους εγκάθειρκτους οικουρούς του ασκού. Λυσσομανούσαν εκείνοι, γύρω αναιμικές σκιές από δέντρα άφυλλα να ευπραγούν σ’ αποχρωματισμών ευδία, τ’ ανθρωποβόρα ένστικτα εξεικονίζονταν στις ίριδες μιας γάτας, η οποία μειδιούσε απέναντι σαρδόνια. Αίμα πηχτό, στυμμένο στο καναβάτσο. Εκείνο το βαθύχρου, ξέρεις, σαν το νυστέρι να ερωτοτροπεί του χειρουργού, κι όλο το νήμα δεν αρκεί, του Μηδενισμού τ’ υποδόριο να υφάνει στρίφωμα.
Ένιωθα το βάρος της αιωνιότητας στις πλάτες μου, υποταγμένη στη μάνητα ενός θυμού που με κυρίευε. Ο βασικός εκφραστής της συνείδησης είναι η μνήμη, τόπος προσωπικών εκθεμάτων. Αποκαμωμένη, επί ώρες ανίχνευα δίαυλο διαφυγής απ’ το πυρ το εξώτερον, γονάτισα μέσα στο νερό, η διάθλαση με περιεργαζόταν διαστρεβλωτικά, έτσι ώστε να αισθάνομαι αποστερημένη απ’ την ίδια μου την όψη. Και ναι! Τούτη η στρεβλή στιγμή διεκδικούσε μια θέση στο επίσημο του βίου μου καλεντάρι κι εγώ γνώριζα πως είχα αποδυθεί όχι σε μια προσωρινή περιπέτεια, αλλά σε μια παρήγορη δέσμευση χωρίς επάνοδο. Ενεργοποίησα την εφαρμογή της εγγραφής στη συσκευή του κινητού, όταν θα επέστρεφα στο δωμάτιό μου, θα διπλομαντάλωνα την πόρτα και θα αποτύπωνα τις ρήσεις στο χαρτί.
Κι αν είμαι αντισυμβατική και δεν συμφιλιώνομαι με καμία ιδέα, επειδή δεν είμαι διατεθειμένη να επιβάλλω τον Νόμο στον εαυτό μου, όσο κι αν ο Νόμος κάνει τα πάντα για να μου επιβληθεί;
Κι αν είμαι παρορμητική κι όχι σοφή, επειδή παράφορα υπεραμύνομαι των ονείρων χαράζοντας τα ποιήματά μου στην ιδρυτική της δοράς τους πράξη κι ύστερα ιππεύω τη ράχη της μουσικής δραπετεύοντας απ’ την επιρροή τους, πόσο κακό είναι αυτό;
Κι αν νιώθω αποψιλωμένη κάθε φορά που διαβάζω τα γραπτά μου, επειδή ασπαίρουσα η γραφίδα μου, προσπάθειες καταβάλλει εμψύχωσης των διασωθέντων απ’ την ηττοπάθεια ενορμήσεων, μη κι εξαλλάξει την υφή τους και πάψουν να φοβούνται τον ρομαντικό της Άνοιξης εξωραϊσμό, μα ο χειμώνας μου ταιριάζει, επειδή η ευωχία του μ’ αλέθει υπό μορφήν ρυθμισμένης κι ελεγχόμενης λογικής διαδικασίας, σαν αλγόριθμος απρόσβλητος, αφού ποτέ δεν μεταμορφώνεται από σημείο άφιξης σε σημείο εκκίνησης;
Κι αν πενθώ για ό,τι ήρθε στη ζωή μου και χάθηκε χωρίς καν να με σεβαστεί, κι υποφέρω κάθε φορά που απομακρύνεται ό,τι αγαπώ, δεν θα του αρέσω;
Κι αν η σπίθα στο βλέμμα μετά από χρόνια δεν μου αρκεί αλλά θέλω περισσότερα, παρόλο που ξέρω πως το ταξίδι είναι μοναχικό, δεν θ’ ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες του;
Κι αν πονάω, επειδή η ολότητά μου πλαισιωμένη από σκαλωσιές εναπομείνασες είναι, άμορφες μάζες άμμου και χαλικιού, σάπια δοκάρια και μυστριά ακάθαρτα, μα κανείς δεν αποσαφηνίζει τις διαστάσεις στο ασυνάρτητο πλασματικό μου κατασκεύασμα, αφού οι φερτές του χειμάρρου ύλες πλεονάζοντα εναπόθεσαν κρυπτογραφημένα ιζήματα, έτσι ώστε τα σχήματα να εκλεπτύνονται κι η μεθοδολογία του αφανισμού απ’ την πίκρα ν’ αποκρυσταλλώνεται, με τρόπο απατηλό αλλά μεταμφιεσμένο, δεν εμπίπτω στη φιλοσοφία του;
Κι αν είμαι όντως νυχτοπούλι επειδή δεν καταλαβαίνω τη μέρα, δεν θα είμαι άγγελος;
Η ωχρή του χειμώνα μου ταιριάζει όψη, επειδή ο εύλογος σκεπτικισμός της νομοτελούς ερείπωσης ό,τι καθεστωτικό σ’ υπεξούσιο μεταλλάσσει.
Κι αν τον προσχηματικό δεν απεκδύομαι χιτώνα, είναι επειδή θέλω να μιλήσω αλλά δεν μπορώ, επειδή είμαι όλα τα παραπάνω, αλλά ευτυχώς ο δάσκαλός μου είναι μακρυά και σίγουρα αυτή την ώρα θα κοιμάται.
Και δεν θα δει την ευάλωτη φιγούρα μου έκθετη στο κάθυγρο της νύχτας.
Και δεν θα καταλάβει πως φοβάμαι, μα όχι τον χειμώνα…
Μουσική: Vas / Sunyata – Sunyata (FULL VERSION
*Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.
Pages: 1 2