Όταν όλα εκεί έξω έχουν χαθεί
Ταμπούρλο χτυπώ στην Επιστήμη να χορεύει
Να μη μ’ αγγίζεις, σου ‘παν
Και τους πίστεψες
Τρίζουν τα τζάμια
Πεινώ!
Πεινώ!
(Ναρκοπέδια τα ήσυχα δωμάτια)
Τον Καλλιτέχνη μέσα στο Άσυλο Τεχνοποιό
Να μασουλά καχεκτική χλωρίδα
Λουλουδάτα σου στρώσαν σεντόνια
Το κρεβάτι σου μοιάζει με αληθινό φέρετρο τώρα
Και τους πίστεψες
Το στρώνεις και το ξεστρώνεις με ευλάβεια
Νιώθεις κάποια ελάχιστη νευρικότητα ενίοτε
Όταν ακούς κάποιους μακρυνούς Θορύβους
Ύστερα βουτάς ένα παξιμάδι στην πάπια με τα κάτουρα
Βάλε το Διάβολο σε κουβάδες
Κέρματα τρίξτου στον Φλοιό του μετάλλου
Να καμπανίζει η Τρέλλα το άλικό του Μάτι
Με δόντια σουβλερά ν’ αρπάζει Αφρούς
Μη και φυγαδευτεί απ’ το Σύμπαν
Και τον Θεό στα ξώθυρα
Το χρήμα ν’ αβγαταίνει
Δείχνεις πάντα Κομψή μέσα στη βρώμικη Φορεσιά σου
Στα ράφια βάζει τα βλέφαρα τα βράδια η Πόλη
Αμόλα τους Στρατιώτες
Δεν μας βλέπει Κανείς
Μπορούμε να μοιράσουμε τον Κόσμο
Τα γόνατα των Ανθρώπων γεμάτα μελανιές
Απ’ τη χαμέρπεια και τις απαγορεύσεις
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Βροντερά ποδοβολητά στο Πάτωμα
Κι εγώ γελάω
Σκάζω στα γέλια
Χεσμένα τα ‘χω τα στοχαστικά Δοκίμια
Ρουφώ το τσιγαράκι μου
Πνίγεσαι!
Σε βλέπω…
Πνίγεσαι!
Μπανιαρίζεις μια καριέρα Γραφειοκράτη
Τράβηξες τις κουρτίνες στη Γη να μη βλέπει τον Ήλιο
Πριτσίνωσες τα παράθυρα με τάβλες
Τι ανόητη Θυσία!
Σ’ άκουσα τη Νύχτα να καρφώνεις σωλήνες
Στα μηνίγγια σου τη Μοναξιά σκουλαρήκι
Φωλιάζει η Ντροπή όταν ανακυκλώνεις τα μέλη σου
Αν σε πιάσουν οι Μπάτσοι μέχρι στις έξι
Σώθηκες
Του Προβολέα το Φως με τυφλώνει
Κάποιος έκρυψε τα σκούρα μου γυαλιά
Κι έτσι εκρήγνυται ένα βαρέλι με μπαρούτι
Εγώ απλώς ρουφώ το τσιγαράκι μου
Έχουμε πλεόνασμα ποντικών πάντως
Για να τα πετάμε τροφή στους Ζωολογικούς
Στα Εργαστήρια να τα κάνουμε «αλληλουχία»
Όπως και να ‘χει αξιολογούνται οι Μπελάδες
Κάποιοι είναι σκοροφαγωμένοι
Κάποιοι μουσαφίρηδες
Δεν ξέρω γιατί μένεις σιωπηλός
Λόγω «υπερβολικού Πολιτισμού», ίσως
Μπορεί να ‘ναι και μιαν ακολουθία στο blast
Τώρα με τις Οθόνες πανεύκολη η «μοντελοποίηση»
Μετά τα Συνεργεία του Δήμου σιροπιάζουν το διάδρομο
Πατάς και κολλάνε οι φτέρνες σου
Εκατομμύρια Μύγες με τα φτερά τους σφηνωμένα
Δεν τις ενοχλεί ο ομαδικός βιασμός
Έχει λιπαντική για τις τρύπες το Κράτος
Μεγαλόσωμο και μυώδες αλλά φαίνεται «Καλό»
Δεν μπορώ να τις βλέπω
Σκιαγμένες στο χαράκωμα με την πληρότητα της Υπερβολής
Συγυρίζουν την Αναπηρία τους κάθε πρωί
Συμπληρώνοντας ερωτηματολόγια για «κυκλοφοριακό σχεδιασμό»
Είναι το Σχέδιο Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας
Αν έλυες μόνο την Πολιορκία!
Πως τάχα δεν είναι το ρήμαγμα που μας σκοτώνει
Πως τάχα οι Φωνές δεν είναι
Μονάχους που μας αφήνουν
Πόσες βολές να επινοήσω πίσω απ’ το πληκτρολόγιο
Πόσα κεφάλια να βάλω στη Φορμόλη
Και τα στερνά μου λιανοτούφεκα
Σ’ εκείνη την Εσπέρα που μου στέρησες
Το βασικό πρόβλημα των ακινητοποιημένων
Η αστική εφοδιαστική αλυσίδα
Δειγματίζεις την Ύπαρξη, ξέρεις
Πόσα καλάθια ψώνια πήρες σήμερα;
Κι ύστερα στον απόπατο και τα φρεάτια
Όπως ξερνάς το προπατορικό αμάρτημα
Είναι τα λύματα που σε ρουφιανεύουν
Αλκοόλ-Ψυχοτρόπα-Ναρκωτικά
Το φορτίο σου το ιϊκό
Δεν αντέχονται οι λαξεμένοι Βόλοι
Τους πετάς στα τετράγωνα του Λαιμού
Κι ο Φάρυγγας αρχίζει να φτύνει συνθήματα
Να θαυμάσω ή να περιφρονήσω τις ζωντανές Μορφές;
Όσο κι αν θες Αυτονομία, Φιλοδώρημα οι πλημμύρες
Στην Παγκόσμια θα κουδουνίζουν Ιστορία
Στήσε τα πιόνια κι έφτασα