Η Τέφρα του Γκράμσι

Η Τέφρα του Γκράμσι

Να φεύγω τώρα… πάω… σ’ αφήνω μες στο λυπημένο
το βράδυ, που αν και λυπημένο, πέφτει με ύφος
γλυκό σ’ εμάς τους ζωντανούς, με φως κερένιο,

και πήζει εδώ στη γειτονιά γινόμενο ημίφως…
και την ταρακουνάει. Την κάνει πιο μεγάλη, την αδειάζει
τριγύρω, ενώ από πιο μακριά, της πυρπολεί (ω, τί γρίφος!)

μια ζωή παράφορη, όπου το βραχνό ρουκούλημα μαζί
του τραμ και των ανθρώπινων κραυγών στη ντόπια
τη διάλεκτο απαρτίζουνε κοντσέρτο σιγανό

και απόλυτο. Κι εσύ το ακούς σαν τα όποια
εκείνα μακρινά όντα που γελούν, φωνάζουν ζώντας
στα οχήματά τους, στ’ άθλια τους καλύβια

όπου χαλάν και τρων το επισφαλές, το λίγο
και το κερματιζόμενο της ύπαρξής τους δώρο –
τούτ’ η ζωή άλλο τίποτα δεν είναι πάρεξ ένα ρίγος·

μια παρουσία υλική, συλλογική στον χώρο·
της κάθε αληθινής θρησκείας βλέπεις ποιό το λάθος
και ποιά η έλλειψη· όχι τη ζωή, μα της επιβίωσης τον όρο

–που είναι ίσως πιο εύθυμη από τη ζωή στο βάθος-βάθος–
ομοίως όπως σ’ έναν λαό κτηνών, στον μυστικό
τους οργασμό δεν ανιχνεύεται άλλο πάθος

απ’ αυτό της καθημερινής δουλειάς – και μόνο αυτό:
ο ζήλος τούτος, αν και ταπεινός, στην ταπεινή φθορά
μιαν αίσθηση γιορτής προσδίδει. Κι όσο πιο μάταιο

σε τούτο το κενό της ιστορίας, στα βουερά
διαλείμματα, εκεί που σωπαίνει η ζωή– το όποιο
ιδανικό, τόσο ευκρινέστερη είναι και γλυκιά

η εξαίρετη, η ξεραμένη και οιονεί αλεξανδρινή
φιληδονία που φτιασιδώνει
τα πάντα τέλεια και τ’ ανάβει, όταν εδώ κι εκεί,

στον κόσμο, κάτι πέφτει, κι έτσι σέρνεται, πλακώνει
ο κόσμος στο μισόφωτο και ξαναμπαίνει
σε άδειες πλατείες, σε πτοημένα εργοστάσια, σαν το πιόνι…

Ανάψαν πια τα φώτα… λάμπουν… φωτισμένη
η Via Zabaglia, η Via Franklin, όλο εκείνο το λαύρο
Τεστάτσιο, ακόσμητο στους πρόποδες να περιμένει

ενός βουνού απορριμμάτων, του Τίβερη οι όχθες με το μαύρο,
το πέρ’ απ’ το ποτάμι παρασκήνιο, και το Μοντεβέρντε,
επάνω του, αόρατο στους ουρανούς ν’ αναλαμβάνεται.

Διαδήματα με φώτα που όλο χάνονται
αστραφτερά και κρύα από μια θλίψη
θα έλεγες θαλασσινή… Σε λίγο είναι ώρα δείπνου·

στη γειτονιά τα λιγοστά λεωφορεία αστράφτουνε·
τσαμπιά οι εργάτες κρέμονται στις θύρες της εισόδου· μάζα
ανθρώπινη οι φαντάροι που τραβά, μα δίχως βιάση,

προς το βουνό που υψώνεται ανάμεσα σε μπάζα,
σε λούμπες και σωρούς σκουπίδια ξεραμένα,
μες στο σκοτάδι που φυλάει κρυμμένες τις τροτέζες

να περιμένουν θυμωμένες, με μισοβγαλμένα
τσόκαρα, πάνω στη βρομιά την αφροδίσια· και όχι μακριά,
ανάμεσα σε χαμοκέλλες και παλάτια στολισμένα,

σάμπως ανάμεσα σε δύο κόσμους, παίζουνε
παιδιά ελαφριά σαν νά ’ν’ παιδάκια κρεμαστά στο αγέρι
το εαρινό, που έχει πια γλυκάνει· από νεανικιά

αλαφράδα καιόμενοι, μες στη μαγιάτικη ρωμαϊκή
εσπέρα, στη γιορτή που ξεκινά, στα πεζοδρόμια,
σφυρίζουν κάτι νεαροί μαυρειδεροί·

και πέφτουν τα ρολλά των γκαραζιών ουρλιάζοντας
χαρούμενα, όταν επί τέλους το σκοτάδι
πεσμένο διαχυθεί να γαληνέψει τη βραδιά·

και στης Piazza Testaccio τους πλατάνους σκύβει
ο άνεμος, και σβήνει ευθύς με ρίγη θύελλας,
και γίνεται καλός, γλυκός, ακόμα κι αν τη τζίβα

ανακατεύει με τους τόφους των Σφαγείων, όπου
μεθάει με σάπιο αίμα ξεσηκώνοντας από παντού
απόβλητα και μυρουδιές μιζέριας.

Μια οχλοβοή η ζωή – και όσοι είν’ εκεί χαμένοι
τη χάνουν με ορατή γαλήνη,
αν έχουν την καρδιά τους ευχαριστημένη.

Τους βλέπεις… πάμπτωχοι… γλεντούν τα βράδια. Κι έχει γίνει
πανίσχυρος για τούτους τους αδύναμους ο μύθος, και καθώς
ξαναγεννιέται πάντα… Εγώ, όμως… (τί άλλο μού ’χει μείνει;)

που ξέρω πως ο μύθος μες στην ιστορία ζει όση
ζωή έχει, δεν θα μπορέσω, άραγε, ποτέ με πάθος
να ενεργήσω, αφού ξέρω ότι η ιστορία μας πάει… έχει τελειώσει;

 

Pier Paolo Pasolini

 

  • Ο Pier Paolo Pasolini γεννήθηκε στην Μπολόνια της Ιταλίας στις 5 Μαρτίου του 1922, χρονιά που ανεβαίνει στην εξουσία ο Μουσολίνι, γι’αυτό το λόγο υπήρξε δηλωμένος και αμετανόητος Αντιφασίστας. Ήταν Ιταλός ηθοποιός, ποιητής, συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι πέθανε στις 2 Νοεμβρίου 1975 στην παραλία της Όστια, κοντά στη Ρώμη, σε μια θέση χαρακτηριστική των μυθιστορημάτων του. Ο θανατός του ήταν πολιτική δολοφονία, πιθανώς από φασίστες που ενοχλήθηκαν από την τελευταία του αντιφασιστική ταινία Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα. Ο Πίνο Πελόζι, συνελήφθη και ομολόγησε τη δολοφονία. Τριάντα χρόνια μετά, το 2005, απέσυρε την ομολογία του, και υποστήριξε ότι άγνωστοι είχαν σκοτώσει τον Παζολίνι. Είπε ότι αναγκάστηκε να ομολογήσει γιατί υπήρχαν απειλές κατά του ίδιου και της οικογένειάς του. Η έρευνα σχετικά με τη δολοφονία Παζολίνι άρχισε εκ νέου μετά την αναίρεση του Πελόζι. Είναι θαμμένος στην Καζάρσα, στο αγαπημένο του Φριούλι.

  • Ο Antonio Gramsci γεννιέται στο Άλες Σαρδηνίας στις 22 Ιανουαρίου 1891 και πεθαίνει στη Ρώμη στις 27 Απριλίου 1937. Ήταν Ιταλός φιλόσοφος, συγγραφέας, πολιτικός και πολιτικός επιστήμονας. O Γκράμσι, αν και διεθνιστής, είχε βαθιές ρίζες στη Σαρδηνία και έτσι σχετίστηκε με το αυτονομιστικό κίνημα του νησιού. Αντιλαμβανόταν την αυτονομία σαν κίνημα των φτωχών του Νότου που αισθάνονταν την εκμετάλλευση και την εγκατάλειψη της κεντρικής εξουσίας της Ρώμης. Η άνοδος των φασιστών στην εξουσία είχε ως αποτέλεσμα να τεθούν εκτός νόμου το Κ.Κ.Ι. και οι άλλες δημοκρατικές οργανώσεις και να συλληφθούν οι ηγέτες τους, ανάμεσα στους οποίους και ο Γκράμσι. Στη δίκη που ακολούθησε, καταδικάστηκε σε εικοσαετή φυλάκιση. Αλλά και μέσα στη φυλακή ο Γκράμσι δε σταμάτησε ν’ αγωνίζεται. Μελετά και γράφει με σκοπό να προετοιμάσει ένα μεγαλόπνοο έργο πάνω στα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα του εργατικού κινήματος και τα εθνικά και πολιτιστικά προβλήματα της Ιταλίας. Ατυχώς το έργο αυτό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, διότι υπήρξε στο μεταξύ επιδείνωση τής ήδη κλονισμένης από τις κακουχίες υγείας του που τον οδήγησε στο θάνατο.

  • Pier Paolo Pasolini, «Η Τέφρα του Γκράμσι», μτφ. Γιώργος Κεντρωτής, Εκδόσεις Ενδυμίων, Αθήνα 2015.

  • Μουσική: Nurse with Wound – Colder Still

 

 

Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

Pages: 1 2 3 4 5 6

Leave a Reply