Η Τέφρα του Γκράμσι

Η Τέφρα του Γκράμσι

Δεν λέω για το άτομο, για ’κείνο το φαινόμενο
των αισθησιακών και αισθηματικών παθών
– βίτσια άλλα έχει ετούτο, και άλλο είναι τ’ όνομά του,

και η μοίρα είναι άλλη των δικών του αμαρτιών…
Κι αν τα κοινά μας προπατορικά αμαρτήματα
μα και οι πραγματικές μας αμαρτίες έχουν ομαδόν

βαθιά του χωνευτεί, δεν τού ’χουνε συγχωρηθεί τα κρίματα,
οι πράξεις του οι εντός, μήτε οι απέξω, που εις μάτην
τον βίο του σαρκώνουν… (ναι, τα ανομήματα…)

από καμμιά θρησκεία, που μέσα στη ζωή μας είναι κάτι
σαν υποθήκη του θανάτου: τίτλος ιδρυμένος
να εξαπατά το φως και να φωτίζει την απάτη.

Το πτώμα του εν Βεράνω να ταφεί είναι προορισμένο·
καθολική μαζί του η πάλη του· και την καρδιά του
την κανονίζει ιησουίτικο ένα μένος…

μανία μάλλον που όλα τα ρυθμίζει ως να μπορέσει
ακόμα πιο βαθιά να φτάσει· πονηρία βιβλική
έχει η συνείδησή του… πάθος… και μια ζέση

ειρωνική και φιλελεύθερη… και φως αγροίκο
μες στου επαρχιακού δανδή τη σιχαμάρα ή την υγεία…
βαθιά, ώς τις έσχατες τις λεπτομέρειες, θέλει να αχθεί,

εκεί που σβήνουν, στα κτηνώδη σώψυχα, η Εξουσία
και η Αναρχία… Ιδού, προστατευμένο
από αρετές ακάθαρτες και εκστατική κακία,

μια επίμονη αφέλεια υπερασπιζόμενο
(μα και με τί ευσυνειδησία!) ζει το εγώ: ένα εγώ πες
εν ζωή, που τη ζωή φωτίζει, και έχει φυλαγμένο

στο στήθος το αίσθημα ενός βίου που ’ναι λήθη… λησμονιές
θλιβές και βίαιες… Αχ, πώς
καταλαβαίνω εγώ, βουβός μες στις υγρές ριπές

του ανέμου, ανάμεσα στα κουρασμένα εδώ (τί κόπωση!)
τα κυπαρίσσια, εδώ, όπου η Ρώμη στέκει πλάι σου βουβή,
εκείνη την επιγραφή με τ’ όνομα σαφώς

να λέει Σέλλεϋ… Πώς νιώθω, ω πώς!, τον στρόβιλο
των αισθημάτων, το καπρίτσιο το ακραιφνώς ελληνικό
μες στην καρδιά του βορινού ευπατρίδη

ταξιδευτή, που τον ερούφηξε όλο το τυφλό
γαλάζιο του Τυρρηνικού Πελάγους· νιώθω και τη σαρκική
χαρά της περιπέτειας, κίνητρο αισθητικό,

παιδιάστικο. Εξαντλημένη η Ιταλία
–σ’ ενός τεράστιου τζιτζικιού σαν νά ’ναι την κοιλιά–
την άσπρη της ανοίγει διάπλατα ακτογραμμή

(σκορπώντας μες στο Λάτιο τα μπαρόκ κοπάδια τα θολά
των πεύκων της) μα και τα κιτρινούτσικα τα ξέφωτα
με ρόκες και με ρείκια, που λαγοκοιμάται αχνά

με κορδωμένο μέλος μες στα ράκη του ένα όνειρο
του Γκαίτε: ο νεαρός απ’ την Τσοτσάρα – σφύζει
από ορμή… Έχει σκοτεινιάσει στη Μαρέμμα απ’ τους υπέροχους

τους οχετούς στα χόρτα, αλλά το σκότος το φωτίζει
η χαρά της χαρουπιάς και δείχνει μονοπάτια
που ανεπιγνώστως με τα νιάτα του γεμίζει

ο γελαδάρης. Μόσχοι κι ευωδιές τυφλές στις ξεραμένες
στροφές της Βερσιλίας, που απόθεσε, τυφλή κι αυτή,
στη θολωμένη θάλασσα, στους στόκους που γυαλίζουν,

ψηφιδωτά ελαφρά, ερανίσματα από κάποιαν εξοχή
πασχαλινή, τοπίο εξ ολοκλήρου ανθρώπινο,
εκθέτοντάς τα ζοφερότατα στο Τσινκουάλε, εκεί

που κουβαριάζονται οι Άλπεις οι Απουανές, καμένες,
με γυάλινο το μπλε στο ροζ τους πάνω… Βράχια μες στο βράδυ,
απότομα και ανάστατα, σαν από μύρων πανικό,

σκϊάζουν τη Ριβιέρα τη γλυκιά, την απαλή σα χάδι,
εκεί όπου του ήλιου η λαύρα το πρωί μάχεται την αύρα
ποιά θε να δώσει τρυφεράδα πιο καλή στο λάδι

της θάλασσας… Και ολόγυρα βομβίζουν σαν ανάβρα
χαράς τα ασύνορα τα ντραμς του σεξ και του φωτός:
έτσι από παλιά η Ιταλία τό ’χει συνηθίσει – μαύρα

να βάζει· πεθαμένη νά ’ναι ενόσω ζει, καθώς
κραυγάζουνε θερμοί
από λιμάνια εκατοντάδες τ’ όνομα τού καθενός

συντρόφου τους οι μουσκεμένοι νεαροί
με σκούρες φάτσες μελαψές
σε βοτσαλάκια και σε κήπους που ’χουν γαϊδουράγκαθα

και σε μικρές –μες στη βρομιά– ακρογιαλιές.
Κι εσύ, αστόλιστε νεκρέ, άραγε θα μου ζητήσεις
ν’ αφήσω πίσω πια το απελπισμένο μου το πάθος

ο κόσμος νά ’μαι και στον κόσμο να μετριέμαι επίσης;

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5 6

Leave a Reply