Βλέπω ένα κόκκινο κουρέλι σαν κι εκείνο που τους
λαιμούς των παρτιζάνων τύλιγε ή έπεφτε στους ώμους
τους· δίπλα εκεί, στη λήκυθο, είναι, στην κερένια γη, δύο
γεράνια, που ’χουνε αλλιώτικο το κόκκινο όμως.
Εκεί είσαι εσύ, εξόριστος και με άκαμπτη μια χάρη,
καθόλου –ναι– καθολική, ανάμεσα στους ξένους
νεκρούς: του Γκράμσι η τέφρα… Με ανάμικτα τα βάρη
ελπίδας και παλιάς αμφιβολίας έχω φτάσει
εδώ, όπου η εσπέρα η χάσικη στην τύχη μ’ έχει βγάλει,
στο μνήμα σου, στο πνεύμα σου. Μπορεί κανείς να εικάσει
πως κείται εδώ, με πνεύματα άλλα ελεύθερα. (Ή βγαίνει
κάτι άλλο, εκστατικό ίσως και συνάμα μάλλον, κατά βάση,
πιο ταπεινό;: θανάτου και ηδονής μια μεθυσμένη
συμβίωση ακριβώς μέσα στην εφηβεία…)
Σ’ αυτή τη χώρα, που ’ναι με το πάθος σου δεμένη
το ασίγαστο, το μέγα, νιώθω πόσο είναι αδικία
–εδώ, μες στη γαλήνη των μνημάτων– και συνάμα
τί δίκαιο –στη μοίρα την ανήμερή μας– τα βιβλία
σου έγραψες… τις πιο καλές σου τις σελίδες… τόμοι…
στις μέρες της δολοφονίας σου. Ενθάδε ανήκει…
ενθάδε κείται η μαρτυρία τής σποράς που ακόμη
δεν έγινε για την ηγεμονία. Νά τοι οι κρίκοι
της αλυσίδας των νεκρών: τους είχε φάει το ταμάχι…
η πλεονεξία που ’θαψε τη λάμψη και τη φρίκη
βαθιά μες στους αιώνες· και μαζί, ως μανία και ως μάχη,
ακούμε από μακριά των αμονιών τη δόνηση, πνιχτή,
υπόκωφη, θλιμμένη να πετά ώς εδώ απ’ τη ράχη
τής ταπεινής τής γειτονιάς, το τέλος ν’ αναγγείλει.
Στον τόπο τούτον στέκομαι κι εγώ… φτωχός… με ρούχα
που τα κιαλάρουν στις βιτρίνες οι φτωχοί
στην άξεστη των φώτων λάμψη· πέταξα όσην που ’χα
βρόμα από πάνω μου των δρόμων και του τραμ που μπαίνει
στα μάτια, κι έσβησα τη συμπαρομαρτούσα μπόχα
που μου χαλάει τις μέρες μου. Σπανίζει και μικραίνει
της σχόλης μας ο χρόνος μες στον βασανιστικό
αγώνα για το επιούσιο καρβέλι. Κι αν συμβαίνει
τον κόσμο ν’ αγαπώ, είναι για έναν λόγο απλό και βίαιο
και αφελή: οφείλεται σε αγάπη ερωτική – ακριβώς
το ίδιο όπως, μπερδεμένο παιδαρέλι εγώ, έναν καιρό
τον εμισούσα, οσάκις το αστικό κακό εντός
μου τον αστό προσέβαλλε. Και τώρα, διασπασμένος
–εδώ, μ’ εσένα– ο κόσμος, άραγε δεν φαίνεταί σου πως
το τμήμα που κατέχει από την εξουσία
είν’ αντικείμενο μνησικακίας και οιονεί κρυφίας
περιφρονήσεως; Μα και χωρίς την αυστηρότητά σου
εσένα εγώ, αφού δεν επιλέγω, υπάρχω. Ζω στην αβουλία
των ψόφιων χρόνων του μεταπολέμου. Και αγαπώ
τον κόσμο που μισώ –στην αθλιότητά του εντός
χαμένος, προπηλακισμένος– για ένα σκοτεινό
και ερεβώδες σκάνδαλο συνειδησιακό…