Δεν είν’ του Μάη, όχι, ο αέρας τούτος που βρομάει
και κάνει σκοτεινότερο τον σκοτεινό τον Κήπο
των Ξένων, μα και πιο εκτυφλωτικόν, ως ξαμολάει
(Ακούστε την απαγγελία)
τυφλές αιθριάσεις πότε-πότε… ο ουρανός αυτός, με
σαλιάρικες πνοές πάνω από τις κίτρινες σοφίτες
σαν ημικυκλικά μαγνάδια, ανοιγοκλείνεται, ώσμε
τα τυρκουάζ βουνά να σκιάσει του Λατίου και τις κοίτες
του Τίβερη… Ηρεμία, μια θανάσιμη γαλήνη,
αδιάφορη, ίδια με του πεπρωμένου τους σωρείτες,
σκορπίζει φθινοπωρινός ο Μάης, την αφήνει
στ’ αρχαία τείχη. Μέσα του η μονοτονία διαμένει
του κόσμου, και στα τέλη της δεκαετίας θε να γίνει
συντρίμμια ο γνήσιος και βαθύτερός μας κόπος, και θα μένει
σ’ εμάς και πάλι τη ζωή να φτιάξουμε·
σιωπή: η σιωπή άγονη, άγονη και σαπισμένη…
Εσύ είσουν νέος τότε, εκείνονε το Μάη· το λάθος
τ’ ονόμαζαν ζωή τότε, τον ιταλικό τον Μάη, και ζούσε
ακόμα, εφούντωνε για τη ζωή μια ζέση ακόμα, πάθος·
όχι επιπόλαιος σαν τους πατέρες μας· κι αν σ’ εξαντλούσε
μια χάλια υγεία, εσύ –όχι σαν πατέρας, μα σαν αδελφός
σεμνός– το ισχνό σου χέρι τό ’σερνες, κι εκείνο εκτελούσε
(αλλά όχι, όχι για εμάς: εσύ, νεκρός, κι εμείς, νεκροί
επίσης, ναι, στον νοτισμένο κήπο, εδώ, μαζί σου)
τα σχέδια εκείνου του ιδεώδους που έκτοτε φωτίζει
ετούτη τη σιωπή. Μα δεν μπορείς (σου λέω: κοιμήσου),
παρά σε τούτον μόνο εδώ (το βλέπεις, αι;) τον τόπο
τον ξένο, εξόριστος, ν’ αναπαυθείς. Μια πλήξη στην αυλή σου
συχνάζει πατρικιακή. Άχρωμοι και μαραμένοι
οι χτύποι φτάνουνε καμμιά φορά έως εσένα των σφυριών
απ’ τα μηχανουργεία του Τεστάτσιο στην εξαντλημένη
εσπέρα: κάτω από άθλια στέγαστρα γυμνή μια δίνη
τενεκεδιών και παλιοσίδερων, και, δές το, τρέχει
ένα χαμίνι τραγουδώντας, κι έτσι, ορίστε, κλείνει
τη μέρα του, κι εδώ τριγύρω τώρα πια σταμάτησε να βρέχει.