Έργο μ’ εσωτερισμό βαθύ π’ ανέσυρε απ’ το βάραθρο τη σιγή π’ ευμενώς διέκειτο μπρος στη νέα ένοικο. Τουλάχιστον ένα μισάωρο να κοντοσταθείς, να υποκλιθείς δίχως να εξηγείς, ούτε τα σχήματα να παρεξηγείς.
Πόσα γεγονότα ν’ αυλίζονταν ξέγνοιαστα στ’ άσυλο τούτο; Πόσοι χοροί επαλήθευαν τον αφοπλισμό τους στα όρια της ανοχής και της λογικής, στο σύνορο της χαρμονής και του σπαραγμού; Βλάσταινε στον μυχό της νοοτροπίας μια βαθύτατη παρόρμηση που ξόρκιζε το μακρινό και συνάμα το έφερνε τόσο κοντά, σαν σφραγίδα καλλίπυγης παραδοχής που έπνεε τα λοίσθια.
Εν ακαρεί να ερωτευτείς την αλλόκοτη διαμόρφωση με τις εκκεντρικές φιγούρες. Βδελυγμία κι ευμένεια, ευλογία και κατάρα, ουτιδανότητα κι αυταξία, φιγούρες π’ αντινομούσαν.
Κι ίσως να νιώθεις την πλημμυρίδα και την αμπώτιδα να συγχωνεύονται και να σε συνωθούν σε μια πολικότητα π’ αντιστάθμιζε την άγνοια με την αυτεπίγνωση. Ανέκυπτε μια συναίσθηση που φαίδρυνε την εν γένει κατήφεια της υπάρξεως.
Παρά τις αντιρρήσεις, σε άμεση σύναψη πενταετούς μισθωτηρίου να προβείς, όσο θα διαρκεί κι η σύμβαση έργου που έχεις υπογράψει με την εργοδότρια Ειμαρμένη. Πως να μετακομίσεις απ’ αυτή την εύοσμη ατμόσφαιρα που όχι μόνο χαροποιούσε την όσφρησή αλλά και είκαζε προορισμούς…
Κι εσύ πονούσες! Πονούσες τόσο πολύ μα δεν έκλαιγες!
Σε ποιον ν’ απολογηθείς; Κλείσε πόρτες και παράθυρα.
Σε ποιον βυθό τις άγκυρες να ρίξεις, ν’ αποτινάξεις το ζυγό της φάρσας; Κάηκες στην πυρά, τριζομανούν τα φρύγανα. Φως και σκοτάδι σε συνύπαρξη φριχτή καταμεσής στο σταροχώραφο του μίσους, κατάρες θεών κι ανθρώπων στις πλάτες σου, θυμός κι εκδίκηση ν’ αλληλογλείφονται, σκάβει ο σκύλος αγριεμένα στο χώμα, τα σάλια σου φτύνουν κραυγές, φραγγέλωμα π’ απορροφά κυνικά κι ηρωικά την ανεκδήλωτη θλίψη, αφού τα πάντα έχασες εις γνώσιν σου!
Τι να πεις και στον Έρωτα; Που τρέφεται απ’ αισθήσεις εξαρθρωμένες, καθώς μες στη σαβάνα τρέχουν γυμνές, στην πολύκλαρη αφή του να λυτρωθούν.
Τι να πεις και στ’ απορημένο του παιδιού σου βλέμμα; Που του γκρέμισες το ιερό τέρας, τη Μάνα, επειδή δεν ήθελες να ‘χεις μυστικά. Γονυπετής στα πόδια του ικέτευσες, που δεν εντράπης να παραδεχτείς, πως είσαι ΓΥΝΑΙΚΑ!
Τι να πεις και στη φαντασία; Πως δεν βλέπεις, π’ υποκρίνεται, το χαλινάρι ως προεξάρχουσα μορφή, στο μαγνητικό σου πεδίο.
Υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη αμάθεια απ’ αυτή τη δική σου;
Ο λάβρος κονδυλοφόρος σου αχνογελά, αφού η μόνη συντροφιά μιας τελείας είναι πάντα η παύλα! Κι εσύ κατέληξες ένα αστέρι θνήσκον που κατά τη διαρκή πάλη με τη βαρύτητα, συχνά υποχρεώνεται, για ν’ αποφύγει την βαρυτική κατάρρευση, να εκτοξεύει το μεγαλύτερο μέρος της υπόστασής του στο διάστημα.
Και μην κλάψεις!
Όταν όλες οι ηλεκτρικές ώσεις τ’ αδιέξοδο θα επισημαίνουν, ελευθέρωσε ολάκερη λοιπόν την ύπαρξή σου προς το επέκεινα, χωρίς φόβο, μήτε δισταγμό.
Ειδάλλως δεν θα μπορώ να σ’ αναγνωρίσω…
*Αλληγορικό κείμενο, που πραγματεύεται τη συνάντηση του «Είναι» με το «Μη Είναι» στο ενδιάμεσο της Μνήμης. Η συγγραφέας συνομιλεί με τον εαυτό της.
* Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.
Pages: 1 2