Γράφει η Ευαγγελία Τυμπλαλέξη.
Οι Κυριακές είναι περίεργες μέρες.
Πάντα ήθελα να ξεχνιέμαι σ’ έναν καναπέ με χαμηλωμένα φώτα και μουσική.
Πάντα ήθελα να ξεχνιέμαι σ’ ένα Ποτάμι πλάι, όπως θ’ αντικατοπτρίζεται η πολυδιασπασμένη όψη μου στα Νερά.
Κυριακή λοιπόν και κίνησα για το Ποτάμι, να αμβλύνω τις γραμμές της φοβισμένης μου Μέρας, αφού πρώτα θα περνούσα απ’ το μικρό μαγαζάκι στην πλατεία να πάρω αμύγδαλα.
Στις Πλατείες έπαιζαν οι ίδιοι ρυθμοί.
Στα πεζοδρόμια έπνιγαν τα πρόσωπα τις αναμνήσεις τους.
Στους τοίχους τα συνθήματα δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τα προαισθήματά τους.
Στις γωνίες καραδοκούσαν οι πατερναλιστικές παραδόσεις.
Στα φανάρια οι Συντηρητικοί Πραγματιστές, πρόθυμοι να προτείνουν ένα είδος ισορροπίας ανάμεσα στο Άτομο και στο Κράτος.
Με κουράζουν οι «Σταυροφορίες», διαιωνίζουν ανενόχλητες την κατεύθυνσή τους προς άγιους ή μιαρούς τάφους.
Οι Θνητοί συνέχιζαν να νομίζουν πως «Πρόσφυγας» και «Μετανάστης» συνιστούν πανομοιότυπους όρους. Και δεν έχαναν ευκαιρία να βαυκαλίζονται για «κατανόηση»! Βέβαια στη «Διακήρυξη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών» διασαφηνίστηκε το 1951 πως:
ο «Πρόσφυγας» απομακρύνεται απ’ την εστία του «συνεπεία γεγονότων και δικαιολογημένου φόβου διώξεως», συνήθως εμπόλεμες συγκρούσεις πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αναγκάζεται λοιπόν να εισέλθει παράνομα σε άλλα εδάφη και τελεί υπό «καθεστώς διεθνούς προστασίας». Υποβάλλει αίτημα για χορήγηση ασύλου, το οποίο, αν γίνει δεκτό, δίνει την ευκαιρία στον «Πρόσφυγα» να μετακινηθεί με το διαβατήριο Nansen ανά χείρας σε άλλες Χώρες, οι οποίες έχουν υπογράψει την ως άνω Διακήρυξη. Σε αντίθετη περίπτωση εγκλωβίζεται στα γνωστά μας στρατόπεδα συγκεντρώσεως και υπόκειται όλους τους εξευτελισμούς, που δεν μπορεί να φανταστεί κανένας, αφού δεν δύναται να επιστρέψει ούτε στο έδαφος, απ’ το οποίο εκδιώχθηκε βιαίως.
ο «Μετανάστης» αποφασίζει εκουσίως τη μετεγκατάστασή του, έστω κι αν οι προσφερόμενες οικονομικές επιλογές δεν επιτρέπουν έμμεσα παραμονή στην εστία του. Συνήθως ο «Μετανάστης» μετακινείται, αφού πρώτα έχει βρει εργασία, αν προέρχεται από προλεταριακό στρώμα σε εργοστάσια ή Μονάδες αγροτικής καλλιέργειας, αν προέρχεται από αστικό στρώμα στον τριτογενή Τομέα, Νοσοκομεία – Εταιρείες – Υπηρεσίες. Επιπροσθέτως έχει τη δυνατότητα επιστροφής στο έδαφος καταγωγής του, επειδή δεν συντρέχουν λόγοι πολιτικής αστάθειας ή πολεμικών συρράξεων.
Σίγουρα θα μπορούσαμε να δεχτούμε πως ο μεν «Πρόσφυγας» γίνεται βορά στο πιάτο των Μ.Κ.Ο ενώ ο «Μετανάστης» στο πιάτο των Εταιρειών, άκρατου καπιταλιστικού υποβάθρου εκάστη αφαίμαξη, αλλά δεν μπορούμε να μην διακρίνουμε την τεράστια διαφορά αφομοίωσης απ’ τις φιλοξενούσες χώρες ανάμεσα στις δύο ομάδες. Κατά την οποία διαφορά στον «Μετανάστη» προσφέρονται κάποια ψίχουλα «Ανθρωπιστικής διασφάλισης» ενώ στον «Πρόσφυγα» διαπιστώνεται παρέκκλιση του «Ανθρωπιστικού Μεγαλείου».
Πόσοι «Πειρατές» να βάζαν πλώρη για τις ακτές του Διχασμού! Κι όλα τα παραπάνω όταν τα φωτίζει ο Ήλιος αναδεικνύουν τα Ορυχεία του Δουλεμπορίου. Και στο Ημερολόγιο του καταστρώματος καταγράφεται η τροχαλία της μεταρρυθμιστικής παρόρμησης. Και το κάθε Έθνος «κινδυνεύει» να χωριστεί σε δύο: τους Πλούσιους και τους Φτωχούς. Αυτό είχε αρχίσει να φοβάται κι ο Disraeli, τι κι αν 200 χρόνια πριν…
Τέλος πάντων!
Πλήρωσα στο Ταμείο, ένα μικρό σακουλάκι με λίγα αμύγδαλα κόστους ενός ευρώ.
Κι απορροφημένη απ’ τις σκέψεις άνοιξα το βήμα, να εξέλθω απ’ το μαγαζάκι, ν’ αφήσω πίσω το μαύρο της Δυστυχίας του μάταιου τούτου Κόσμου, να τρέξω στα Νερά και να χαθώ. Όλα μου τα κέρδη, και μη αρχίσει να οργιάζει η αχαλίνωτη φαντασία σας, όλα τα κέρδη λοιπόν της αναπόφευκτης αντίστασης τα χρωστώ στο Ποτάμι και κατ’ επέκταση προσφέρω στα Νερά το 100% της Επένδυσης. Ο Χρόνος χάνει τη γραμμικότητά του στις ακτές κι οι Ψυχές γίνονται άχρονες.
Πατώντας το πόδι ωστόσο στο πεζοδρόμιο, με περίμενε μία τεράστια έκπληξη!
Ένας μπόμπιρας, περίπου επτά ετών με μακριά μαλλιά τύπου «τζίβα» ριγμένα στις πλάτες και ατίθασα τσουλούφια να χαράζουν την ανυπακοή στο μέτωπο, είχε καβαλήσει τη σέλα στο Ποδήλατό του κι ερχόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όλοι οι δρόμοι ήταν δικοί του κι η σύγκρουση αναπόφευκτη!
Ο εμβολισμός πλαγιομετωπικός.
Στη μία άκρη του πεζοδρομίου εγώ τσουβαλιασμένη, στην άλλη άκρη ο μπόμπιρας. Κάπου ανάμεσά μας το ποδήλατο με την καδένα του να στροβιλίζει μανιωδώς κάποιους προηγούμενους ή επόμενους Αιώνες και το σακουλάκι με τα αμύγδαλα σκορπισμένα, πιστά στον προγραμματικό τους ίσως στόχο.
Κάνω να σηκωθώ, το βλέμμα χιλιοτρομαγμένο μήπως χτύπησε ο επτάχρονος μπόμπιρας, ο οποίος με προλαβαίνει κι εκτινάσσεται πρώτος, τινάζει τα ρούχα του κι έρχεται προς το μέρος μου.
_ Με λένε Χρήστο. Εσένα; Χτύπησες;
_ Ευαγγελία με λένε. Χάρηκα μικρέ Χρήστο αλλά γιατί τρέχεις τόσο; Να μην δείξεις την αφέλειά σου στα Παιδιά…
_ Αν δεν τρέχω, χάνω την άκρη του Ορίζοντα!
Καβάλησε ξανά το ποδήλατο και ρίχτηκε σίφουνας στο δρόμο.
Άρχισα να μαζεύω τα αμύγδαλα, ένα-ένα να τα βάζω μέσα στο μισοσχισμένο σακουλάκι.
Θα τα πετούσα με τη συσκευασία στον κάλαθο.
Και σήμερα πήγα στο Ποτάμι χωρίς αμύγδαλα. Προσπαθώντας να θάψω όλες τις ασεβείς αιχμαλωσίες, οι οποίες αποτελούσαν ούτως ή άλλως τα λάφυρα του ορίζοντα…