Με κάγκελα θαμπώνουν το ευγενικό φεγγάρι
Και τυφλώνουν τον ωραίο ήλιο
Και κάνουν καλά που κρύβουν την Κόλασή τους,
Γιατί εκεί μέσα γίνονται πράγματα
Που ούτε ο γιος του Κυρίου, ούτε ο γιος του Ανθρώπου
Δεν θα ‘πρεπε ποτέ ν’ αντικρύσουν.
Τα πιο αισχρά έργα, φαρμακερά χορτάρια,
Ανθίζουν εύκολα στον αέρα της φυλακής.
Μόνο ό,τι είναι καλό στον άνθρωπο
Φθίνει και μαραζώνει εκεί.
Χλωμή οδύνη φυλά τη βαριά πόρτα
Και Φύλακας είναι η Απελπισία.
Γιατί αφήνουν νηστικό το μικρό φοβισμένο παιδί,
Μέχρι να σταλάξει μέρα-νύχτα
Και βασανίζουν τον αδύναμο και δέρνουν τον ανόητο
Και χλευάζουν το γέρο ασπρομάλλη
Και κάποιοι τρελαίνονται και γίνονται κακοί
Και λέξη κανείς δεν βγάζει.
Κάθε στενό κελί που ζούμε,
Είναι ρυπαρό και σκοτεινό αφοδευτήριο
Και βρωμερή η ανάσα του ζωντανού Θανάτου,
Φράζει το τριμμένο κιγκλίδωμα
Κι όλα, εκτός απ’την Πόθο, γίνονται σκόνη
Στης Ανθρωπότητας τη μηχανή.
Το γλυφό νερό που πίνουμε
Γλιστρά με βδελυρή λάσπη
Και το πικρό ψωμί που μοιράζουν με το ζύγι,
Είναι γεμάτο κιμωλία κι ασβέστη
Κι ο Ύπνος δεν ξαπλώνει, μόνο περπατά,
Με μάτια ορθάνοιχτα, ουρλιάζοντας στο Χρόνο.
—-
Μεσάνυχτα πάντα στην καρδιά
Και λυκόφως στο κελί,
Γυρνάμε το στρόφαλο, και ξαίνουμε το σκοινί,
Καθένας στη δικιά του Κόλαση
Κι η Σιωπή είναι πιο φοβερή,
Απ’ ό,τι είναι ο ήχος της μπρούτζινης καμπάνας.
Και ποτέ ανθρώπινη φωνή δεν πλησιάζει
Να πει λέξη γλυκιά
Και το μάτι που σε παρακολουθεί μέσα απ’ την πόρτα
Είναι άσπλαχνο, σκληρό.
Κι απ’ όλους ξεχασμένοι, σαπίζουμε κι όλο σαπίζουμε,
Με ψυχή και σώμα διαλυμένα.
—–
Α! Τυχεροί κάποιοι, που οι καρδιές τους ραγίζουν
Κι η ειρήνη της Συγχώρεσης θριαμβεύει!
Πως αλλιώς μπορεί κάποιος να διορθώσει το σχέδιό του
Και να καθαρίσει την ψυχή του απ’ την Αμαρτία;
Πως αλλιώς παρά μέσα στη ραγισμένη καρδιά
Μπορεί ο Ιησούς να εισέλθει;
Ο πορφυροντυμένος που διαβάζει τον Νόμο
Του έδωσε τρεις βδομάδες ζωής,
Τρεις βδομάδες να γιατρέψει
Την Ψυχή του απ’ την πάλη της
Και να καθαρίσει τις κηλίδες αίμα
Απ’ το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι.
Και με δάκρυα από αίμα καθάρισε το χέρι,
Το χέρι που κρατούσε το ατσάλι.
Γιατί μόνο με αίμα καθαρίζει το αίμα.
Και μόνο τα δάκρυα γιατρεύουν
Κι η βαθυπόρφυρη κηλίδα του Κάιν
Έγινε του Χριστού η ολόλευκη σφραγίδα.
-
Oscar Wilde, «Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ», μτφ Ζωή Νικολοπούλου, Εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα.
-
Ο Oscar Wilde καταδικάστηκε σε φυλάκιση για ομοφυλοφυλία το 1895. Το έργο «Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ» γράφεται αμέσως μετά την αποφυλάκισή του το 1897 με σκοπό την καταγραφή του σπαραγμού των απόκληρων της Φυλακής. Το έργο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του C.T.W, στρατιώτη του Ιππικού της Βασιλικής Φρουράς, που κρεμάστηκε στις 7 Ιουλίου το 1896.
-
Απαγγέλλουν: Ευαγγελία Τυμπλαλέξη & Δημήτρης Λεβέντης.
Μουσική:
-
Black Sabbath – Coven
-
Meteor Vortex – Obsolete Circuitry – Shrouded Hazard
-
Giant Squid – La Brea Tar Pits
-
Brant Bjork – Automatic Fantastic