Νομίζουν πως η καρδιά του δολοφόνου θα μιάνει
Τον αγνό σπόρο που σπέρνουν.
Δεν είναι αλήθεια! Η καλοσυνάτη γη του Θεού
Είναι πιο ευγενική απ’ όσο νομίζουν οι άνθρωποι.
Το κόκκινο ρόδο το κάνει πορφυρό
Και τ’ άσπρο ρόδο πιο λευκό.
Αλλά παρ’ ότι ο φρικιαστικός τοίχος της φυλακής
Τον κυκλώνει γύρω-γύρω
Και πνεύμα τη νύχτα κανένα δε γυρνά,
Δεμένο με δεσμά
Και πνεύμα μόνο να θρηνεί μπορεί
Σε τέτοια ανόσια γη που κείτεται,
Αναπαύεται εν ειρήνη, -αυτός ο δυστυχής-
Εν ειρήνη, σύντομα.
Τίποτα πια δεν θα τον εξοργίσει
Ούτε ο τρόμος θα περπατά το μεσημέρι,
Γιατί στην αφώτιστη γη μέσα που κείτεται
Δεν έχει ούτε Ήλιο, ούτε Φεγγάρι.
Τον κρέμασαν όπως κρεμάνε τα θηρία
Δεν σήμαναν καν
Ήχο που ίσως να έφερνε
Ανάπαυση στην τρομαγμένη του ψυχή.
Μόνο γρήγορα τον έβγαλαν έξω
Και τον έκρυψαν στην τρύπα.
Τον έγδυσαν απ’ τα ρούχα της λινάτσας,
Τον έδωσαν στις μύγες.
Χλεύασαν τον πρησμένο πορφυρό λαιμό
Και τ’ ακίνητα κι επίμονα μάτια
Και με γέλιο δυνατό σώριασαν τον ασβέστη
Εκεί μέσα που κείτεται ο κατάδικός τους.
Ο Εφημέριος δεν θα γονάτιζε να προσευχηθεί
Κοντά στον ατιμασμένο τάφο.
Δεν θα έβαζε τον ευλογημένο σταυρό
Που έδωσε ο Χριστός για τους αμαρτωλούς,
Γιατί ο άνθρωπος αυτός ήταν από κείνους
Που ο Χριστός ήρθε να σώσει.
Δεν ξέρω αν οι Νόμοι είναι σωστοί,
Αν οι Νόμοι είναι λάθος,
Ξέρουμε μόνο εμείς στη φυλακή
Πως ο τοίχος είναι σκληρός
Και κάθε μέρα είναι ένας χρόνος,
Χρόνος με μέρες μακρόσυρτες.
Αλλά ξέρω αυτό, πως κάθε Νόμος
Που θέσπισαν άνθρωποι για τον Άνθρωπο,
Απ’ την ώρα που ο πρώτος άνθρωπος σκότωσε τον αδερφό του
Ο θλιβερός κόσμος άρχισε
Μόνο να σκορπά το σιτάρι και να κρατά το άχυρο
Με διαβολικό δικράνι.
Και ξέρω και κάτι άλλο -που θα ήταν φρόνιμο
Καθένας να το ήξερε-
Πως κάθε φυλακή που χτίζουν οι άνθρωποι
Είναι χτισμένη με τούβλα ντροπής,
Περιορισμένη με κάγκελα, να μην μπορεί ο Χριστός να δει
Πως οι άνθρωποι τους αδερφούς τους σακατεύουν.