Η μπαλάντα της Φυλακής του Ρέντινγκ

Η μπαλάντα της Φυλακής του Ρέντινγκ

Δεν έχει εκκλησιασμό τη μέρα
Που κρεμάνε κάποιον άνθρωπο.
Η καρδιά του Εφημέριου είναι συντετριμμένη
Ή το πρόσωπό του είναι ωχρό,
Ή είναι γραμμένο στα μάτια του αυτό
Που κανείς δεν πρέπει να αντικρύσει.

Έτσι μας κράτησαν κλεισμένους, σχεδόν μέχρι το μεσημέρι,
Κι ύστερα χτύπησαν την καμπάνα.
Κι οι Φύλακες με τα κουδουνιστά κλειδιά,
Άνοιξαν τα κελιά που αντηχούσαν
Και κατεβήκαμε τη σιδερένια σκάλα,
Καθένας απ’ τη δικιά του Κόλαση.

Έξω στου Θεού το γλυκό αέρα βγήκαμε,
Αλλά όχι με το συνηθισμένο τρόπο.
Γιατί τούτο το πρόσωπο ήταν άσπρο απ’ το φόβο
Κι αυτό το πρόσωπο ήταν γκρίζο.
Και ποτέ δεν είδα λυπημένους ανθρώπους να κοιτούν
Τόσο θλιμμένα το ξημέρωμα.

Ποτέ δεν είδα λυπημένους ανθρώπους να κοιτούν
Με τέτοια θλιμμένη ματιά.
Τη μικρή γαλάζια οροφή
Που εμείς οι φυλακισμένοι λέμε ουρανό
Και κάθε ξέγνοιαστο σύννεφο που περνούσε
Χαρούμενο, λεύτερο.

Αλλά υπήρχαν ανάμεσά μας
Αυτοί που περπατούσαν με σκυμμένο το κεφάλι
Κι ήξεραν πως καθένας είχε το χρέος του
Κι έπρεπε να πεθάνει.
Εκείνος μόνο σκότωσε κάτι που ζούσε
Ενώ αυτοί σκότωσαν ένα νεκρό.

Γιατί αυτός που αμαρτάνει δεύτερη φορά,
Ξυπνά μια νεκρή ψυχή στον πόνο,
Και τη σέρνει απ’ το κηλιδωμένο σάβανο
Και την κάνει να ματώσει ξανά
Και την κάνει να ματώσει μεγάλες στάλες αίμα
Και την κάνει να ματώσει ανώφελα!

Σαν πίθηκοι ή γελωτοποιοί, με τερατώδη περιβολή
Με στραβά βέλη κεντημένα,
Σιωπηλά γυρίζαμε γύρω-γύρω,
Στο γυαλιστερό ασφαλτοστρωμένο περίβολο.
Σιωπηλά γυρίζαμε γύρω-γύρω
Και κανείς δεν έλεγε λέξη.

Σιωπηλά γυρίζαμε γύρω-γύρω,
Και μέσα στο άδειο μας μυαλό,
Η Ανάμνηση τρομερών πραγμάτων
Ορμούσε, άνεμος τρομερός
Κι η Φρίκη βάδιζε μπροστά μας
Κι ο Τρόμος σερνόταν πίσω.

Οι φύλακες καμαρωτά βάδιζαν πάνω-κάτω
Και φυλούσαν την αγέλη των θηρίων.
Σε άψογες στολές.
Σε ρούχα Κυριακάτικα.
Αλλά ξέραμε τι είχαν κάνει
Απ’ τον ασβέστη στις μπότες τους.

Γιατί εκεί που ένας τάφος μεγάλος είχε ανοιχτεί
Πια δεν υπήρχε τάφος.
Μόνο μια λωρίδα λάσπη και άμμο,
Δίπλα στο φρικιαστικό τοίχο της φυλακής
Κι ένας μικρός σωρός, καυτός ασβέστης,
Για να έχει ο άνθρωπος σάβανο να τυλιχτεί.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5 6 7 8

Leave a Reply