Γκρίζος πετεινός λάλησε, κόκκινος πετεινός λάλησε
Ποτέ όμως δε ξημέρωνε
Και παραμορφωμένα σχήματα Τρόμου κουλουριάζονταν
Στις γωνιές που σερνόμαστε
Και κάθε δαιμόνιο που βγαίνει τη νύχτα,
Μπροστά μας έμοιαζε να ζωντανεύει.
Γλιστρούσαν μπρος μας, γλιστρούσαν γρήγορα,
Ταξιδιώτες μέσα στην ομίχλη,
Χλεύαζαν το φεγγάρι σε κύκλο,
Με ευγενικές στροφές και γύρους
Και με επίσημο βηματισμό και χάρη αποτρόπαιη
Τα φαντάσματα συναντιόντουσαν.
Με γκριμάτσες κα μορφασμούς, τα βλέπαμε να τριγυρνούν
Αδύνατες σκιές χέρι-χέρι,
Γύρω-γύρω, στοιχειωμένος συνωστισμός,
Βημάτιζαν μια σαραμπάντα
Κι οι καταραμένοι γκροτέσκοι έφτιαχναν αραβουργήματα
Άνεμος πάνω στην άμμο!
Με στροβιλίσματα ανδρείκελων,
Παραπατούσαν σε ακριβή βηματισμό,
Με φλάουτα Φόβου γέμιζαν τα αυτιά,
Ενώ τη φρικιαστική μασκαράτα τους έσερναν,
Και δυνατά τραγουδούσαν και μακρόσυρτα τραγουδούσαν.
Γιατί τραγουδούσαν για να ξυπνήσουν τους νεκρούς.
«Ω!» Αναφωνούσαν. «Τι κι αν ο κόσμος είναι τεράστιος,
Τα αλυσοδεμένα άκρα θα ‘ναι τσακισμένα!
Μια και δυο να ρίξεις τα ζάρια
κι αν το παιχνίδι είναι ευγενικό,
Δεν κερδίζει αυτός που παίζει με την Αμαρτία
Στον μυστικό Οίκο της Ντροπής.»
Δεν ήταν αέρινοι αυτοί οι παλιάτσοι
Που παιγνίδιζαν με τέτοια ευθυμία,
Για ανθρώπους που οι ζωές τους κρατιούνταν σε αλυσίδες
Και τα πόδια τους δεν θα ελευθερώνονταν.
Α! Μα του Χριστού τα πάθη! Ήταν ζωντανά πλάσματα,
Τα πιο φριχτά που μπορούσες ν’ αντικρύσεις.
Γύρω-γύρω, στροβιλίζονταν και ελίσσονταν.
Κάποια περιστρέφονταν σ’ αυτάρεσκα ζεύγη χαμογελαστά,
Με βήμα ναζιάρικο, άπιστης γυναίκας.
Κάποια ζύγωναν τα σκαλιά
Και με πανούργο σαρκασμό και με ύπουλο κοίταγμα
Μας βοηθούσαν στις προσευχές.
Ο πρωινός άνεμος άρχισε να βογκά
Αλλά ακόμα η νύχτα συνέχιζε.
Μέσα στο γιγάντιο αργαλειό του, ο ιστός του σκότους
Ριγούσε, μέχρι οι κλωστές να υφανθούν.
Και, καθώς προσευχόμαστε, φοβόμαστε
Τη Δικαιοσύνη του Ήλιου.
Ο άνεμος που βογκούσε πλανιόταν γύρω
Απ’ τον τοίχο της φυλακής που θρηνούσε,
Ώσπου, τροχό σιδερένιο που γυρνά,
Νιώσαμε τις στιγμές να σέρνονται.
Ω άνεμε που βογκάς! Τι κάναμε
Και έχουμε τέτοιο εκτελεστή;