Στου Οφειλέτη τον Περίβολο οι πέτρες είναι σκληρές
Κι ο μουσκεμένος τοίχος είναι ψηλός.
Εκεί ανάσαινε αέρα,
Κάτω από το βαρύ ουρανό,
Κι από κάθε πλευρά Φύλακας περπατούσε,
Από φόβο, μήπως και πεθάνει.
Ή καθόταν μ’ αυτούς που παρακολουθούσαν
Την αγωνία του νύχτα-μέρα.
Αυτούς που τον παρακολουθούσαν όταν ξυπνούσε να κλάψει
Κι όταν κουλουριαζόταν να προσευχηθεί.
Αυτούς που τον παρακολουθούσαν μήπως αποστερήσει
Το ικρίωμα απ’ τη βορά.
Ο Διευθυντής ήταν αυστηρός
Τηρώντας τους κανονισμούς.
Ο Γιατρός έλεγε πως ο Θάνατος ήταν μόνο
Ένα επιστημονικό γεγονός
Και δυο φορές τη μέρα ο Εφημέριος πήγαινε
Κι άφηνε ένα φυλλάδιο θρησκευτικό.
Και δυο φορές τη μέρα κάπνιζε την πίπα του
Κι έπινε ένα τέταρτο της μπύρας.
Η ψυχή του ήταν αποφασισμένη και δεν κρατούσε
Κρυψώνα για το φόβο.
Συχνά έλεγε πως χαιρόταν
Που τα χέρια του δημίου ήταν κοντά.
Αλλά γιατί έλεγε τέτοιο περίεργο πράγμα
Κανένας φύλακας δεν τολμούσε να ρωτήσει.
Γιατί σ’ αυτόν που να κοιτά την καταδίκη
Έχει οριστεί καθήκον,
Πρέπει να βάλει λουκέτο στα χείλη
Και μάσκα να κάνει το πρόσωπο.
Αλλιώς αν συγκινηθεί θα προσπαθήσει
Να ανακουφίσει ή να παρηγορήσει.
Και τι ωφελεί η Ανθρώπινη Συμπόνια
Κλεισμένη στο λάκκο των Φονιάδων;
Και ποια λέξη καλοσύνης σε τέτοιο μέρος
Μπορεί να βοηθήσει μια αδερφική ψυχή
Καμπουριασμένοι, γύρω απ’ τον περίβολο
Βηματίζαμε σαν Καρνάβαλος!
Δεν μας ένοιαζε. Ξέραμε πως ήμασταν
Η Ταξιαρχία του Διαβόλου.
Τα ξυρισμένα κεφάλια και τα σιδερένια πόδια
Κάνουν χαρούμενη τη μασκαράτα.
Ξαίναμε το πισσωμένο σκοινί
Με τόλμη και ματωμένα νύχια.
Τρίβαμε τις πόρτες και βουρτσίζαμε τα πατώματα
Και καθαρίζαμε τα γυαλισμένα κάγκελα
Και σειρά-σειρά σαπουνίζαμε τα σανίδια
Και κροτάλιζαν από τους κουβάδες.
Ράβαμε τα σακιά, σπάζαμε πέτρες,
Γυρνούσαμε το σκονισμένο τρυπάνι,
Χτυπούσαμε τους ντεκέδες και ουρλιάζαμε ύμνους
Και ιδρώναμε στο μύλο.
Αλλά στην καρδιά μας
Ο Τρόμος στεκόταν ακίνητος.