Κάποιοι αγαπούν για λίγο, κάποιοι για πολύ,
Κάποιοι πουλούν κι άλλοι αγοράζουν,
Κάποιοι κάνουν την πράξη με πολλά δάκρυα!
Και άλλοι δίχως αναστεναγμό.
Γιατί ο καθένας σκοτώνει αυτό που αγαπά.
Αλλά ο καθένας δεν πεθαίνει.
Δεν πεθαίνει ντροπιασμένος
Κάποιο ζοφερό από ατίμωση ξημέρωμα,
Δεν έχει στο λαιμό θηλιά,
Δεν έχει καλυμμένο πρόσωπο,
Δεν πέφτουν τα πόδια του
Στο κενό.
Δεν κάθεται με σιωπηλούς ανθρώπους
Να τον παρακολουθούν νύχτα-μέρα,
Να τον παρακολουθούν όταν θέλει να κλάψει
Κι όταν θέλει να προσευχηθεί.
Να τον παρακολουθούν μήπως στερήσει
Τη φυλακή απ’ τη λεία της.
Δεν ξυπνά το χάραμα να δει
Νεκρές φιγούρες να συρρέουν στο κελί,
Τον τρεμάμενο Εφημέριο ντυμένο στα λευκά,
Τον Δικαστή βλοσυρό, με κατήφεια
Και τον Διευθντή στα μαύρα, τα γυαλιστερά
Με της Κρίσης το κιτρινισμένο πρόσωπο.
Δεν σηκώνεται με αξιολύπητη βιασύνη
Να βάλει τα ρούχα του κατάδικου,
Ενώ ο χοντροκομμένος Γιατρός χαίρεται και σημειώνει
Κάθε καινούρια σπασμωδική στάση,
Μετρώντας μ’ ένα ρολόι τα μικρά τικ-τακ του
Που είναι τρομερά σφυροκοπήματα.
Δεν ξέρει την αρρωστημένη δίψα
Που φράζει τον λαιμό, πριν
Ο δήμιος με γάντια κηπουρού
Γλιστρήσει μέσα απ’ την ασταρωμένη πόρτα,
Και τον δέσει με τρία δερμάτινα λουριά
Τόσο που ο λαιμός πια δεν διψά.
Δεν σκύβει το κεφάλι ν’ ακούσει
Τη Νεκρώσιμη ακολουθία που διαβάζουν
Ούτε, ενώ ο τρόμος της ψυχής του
Λέει πως δεν είναι νεκρός,
Περνά το φέρετρό του, καθώς πάει
Στο φρικιαστικό παράπηγμα.
Δεν κοιτά ψηλά στον αέρα,
Μέσα απ’ τη μικρή γυάλινη οροφή.
Δεν προσεύχεται με χείλη από πηλό
Να περάσει η αγωνία.
Ούτε νιώθει στο τρεμάμενο μάγουλο
Το φιλί του Καϊάφα.