Τι μένει άπό τό σουρρεαλιστικό έγχειρημα; Λίγα πράγματα αν όχι μια μεγάλη έλπίδα πού χάθηκε, άλλά στό χώρο τής ίδιας της λογοτεχνίας ίσως στην πραγματικότητα νά προσφέραν κάτι. Αύτός ό θυμός, αύτη ή καυτερή άηδία ή χυμένη πάνω στή γραφή άποτελεί μιά γόνιμη στάση και πού θά χρησιμέψει μιά μέρα, άργότερα.
Ή λογοτεχνία καθαιρεται, προσεγγίζει τήν ούσιαστική άλήθεια τού μυαλού. Μ’ αύτό είν’ όλο. Κατακτήσεις θετικές, στό περιθώριο τής λογοτεχνίας, είκόνες, δέν ύπάρχουν κι αύτό είναι ώστόσο τό μόνο γεγονός πού έχει σημασία. ‘Από τήν καλή χρήση τών όνείρων μπορούσε νά γεννηθεί ένας νέος τρόπος νά καθοδηγήσεις τή σκέψη σου, νά σταθείς άνάμεσα στά φαινόμενα. Ή ψυχολογική άλήθεια ήταν απογυμνωμένη άπό κάθε παρασιτικό παραβλάστημα, άχρηστη, σφιγμένη πολύ.
Ζούσαμε τότε μέ ασφάλεια, άλλά είναι ίσως νόμος τού πνεύματος τό νά μήν μπορεί ποτέ ή έγκατάλειψη τής πραγματικότητας νά όδηγήσει παρά στις φαντασιώσεις.
Μέσα στό περιορισμένο πλαίσιο τού αίσθητού μας χώρου είμαστε πιεσμένοι, κυνηγημένοι άπ’ όλες τίς μεριές. Τό είδαμε αύτό μέσα σ’ αύτό τόν παραλογισμό πού όδήγησε έπαναστάτες πάνω στό πιό μεγαλεπήβολο σχέδιο, νά άπορρίψουν κατά γράμμα αύτό τό σχέδιο, νά προσδίδουν στή λέξη έπανάσταση τήν πρακτικά ώφελιμιστική της έννοια, τήν κοινωνική έννοια γιά τήν όποία ίσχυρίζονται πώς είναι ή μόνη άξια, γιατί δέ θέλουν ν’ άραδιάζουν κούφια λόγια.
Παράξενη άναδίπλωση στόν έαυτό μας, παράξενη ίσοπέδωση.
Τό νά προβάλλεις μιά άπλή ήθική στάση, πιστεύει κανείς πώς αύτό μπορεί νά είναι άρκετό άν αύτή ή στάση χαρακτηρίζεται έξ όλοκλήρου άπό άδράνεια; Ό έσωτερικός κόσμος τού σουρρεαλισμού τόν όδηγεί μέχρι τήν Επανάσταση. Αύτό είναι τό θετικό γεγονός. Ή μόνη δυνατή άποτελεσματική κατάληξη (πού άναφέρουν) καί μέ τήν όποία ένας μεγάλος άριθμός σουρρεαλιστών άρνήθηκε νά συμβιβαστεί· όμως, στούς άλλους, αύτή ή προσχώρηση στόν κομμουνισμό, τί τούς έδωσε, τί τούς άπέφερε;
Ούτε ένα βήμα δέν τούς έκανε νά προχωρήσουν. Αύτή ή ήθική τού γίγνεσθαι μέ ποιό τρόπο, στ’ άλήθεια θά άνύψωνε τήν Έπανάσταση, έγώ ποτέ μου δέν κατάλαβα τήν άναγκαιότητά της μέσα στό κλειστό καβούκι τού έαυτού μου.
Θέτω ύπεράνω κάθε πραγματικής άναγκαιότητας τίς λογικές άπαιτήσεις τής δικής μου πραγματικότητας. Αύτό είναι ή μόνη λογική πού μού φαίνεται έγκυρη κι όχι μιά κάποια άνώτερη λογική τής όποίας οί άκτινοβολίες δέ μέ συγκινούν παρά όσο άγγίζουν τήν εύαισθησία μου. Δέν ύπάρχει κανόνας στόν όποίο νά αίσθάνομαι έξαναγκασμένος νά ύποταχθώ όσο αυστηρή και νά ‘ναι ή δικαιολογία πού μέ παρασύρει νά συμβιβαστώ μαζί του.
Δυό ή τρεις άρχές της ζωής και τού θανάτου είναι γιά μένα ύπεράνω κάθε προσωρινής ύποταγής. Καί ή οποιαδήποτε λογική δε μού φάνηκε ποτέ παρά έπίπλαστη.