Εύτυχώς όμως δέν πρόκειται γι’ αύτό.
Πρόκειται γι’ αύτή τή διασάλευση τού πνευματικού κέντρου τού κόσμου, γι’ αύτή τήν άνισοπέδωση τών φαινομένων, γι’ αύτή τή μεταμόρφωση τών δυνατοτήτων πού ό σουρρεαλισμός θά ‘πρεπε νά προκαλέσει. Κάθε ύλικό δημιούργημα άρχίζει μέ μιά πνευματική άναστάτωση. Ν’ αφιερώσεις τόν έαυτό σου στα πράγματα, στις μεταμορφώσεις τους, φροντίζοντας νά μάς καθοδηγήσεις είναι ή άποψη ένός αδιάντροπου κτήνους, ένός έκμεταλλευτή τής πραγματικότητας.
Κανείς ποτέ δέν κατάλαβε τίποτα και οί ίδιοι οί σουρρεαλιστές δέν καταλαβαίνουν και δέν μπορούν νά προβλέψουν πού θά τούς οδηγήσει ή έπιθυμία τους γιά Επανάσταση. ‘Ανίκανοι νά φανταστούν, νά συλλάβουν μιά Επανάσταση πού δέν θ’ άναπτυσσόταν στά άπελπιστικά πλαίσια τής ύλης, άφήνονται στό πεπρωμένο, σέ κάποια συγκυρία άτονίας και άδυναμίας πού τούς είναι οίκεία, φροντίζοντας νά έρμηνεύουν τήν άδράνειά τους, τήν παντοτινή στειρότητά τους.
Ό σουρρεαλισμός δέν ήταν ποτέ γιά μένα παρά ένα νέο είδος μαγείας. Ή φαντασία, τό όνειρο, όλη ή έντονη άπελευθέρωση τού άσυνείδητου πού έχει γιά σκοπό νά φέρει στήν έπιφάνεια τής ψυχής αύτό πού ή τελευταία συνηθίζει νά κρατάει κρυφό πρέπει άπαραίτητα νά έπιφέρει βαθιές άλλαγές μέσα στήν κλίμακα τών φαινόμενων, μέσα στήν άξια τής σημασίας, και τό συμβολισμό τής δημιουργίας. Τό συγκεκριμένο όλόκληρο άλλάζει φορεσιά, άλλάζει πετσί, δέν άνταποκρίνεται πιά στις ίδιες διανοητικές κινήσεις. Τό ύπερπέραν, τό άόρατο άπωθεί τήν πραγματικότητα.
Ό κόσμος δέν άντέχει πιά.
Τώρα είναι πού μπορούμε ν’ άρχίσουμε τό κοσκίνισμα τών φαντασιώσεων, νά σταματήσουμε τά προσχήματα. Τό χοντρό τείχος τού άπόκρυφου άς γκρεμιστεί μιά γιά πάντα πάνω σ’ όλους αύτούς τούς άνίκανους φλύαρους πού σπαταλούν τή ζωή τους σέ έπιπλήξεις και σέ μάταιες άπειλές, άς γκρεμιστεί πάνω σ’ αύτούς τούς έπαναστάτες πού σέ τίποτα δέν έπαναστατούν.
Αύτά τά κτήνη πού μού άρμόζει νά μέ συμμορφώσουν. ‘Αναμφίβολα θά μού χρειαζόταν. Μά τουλάχιστο άναγνωρίζω τόν έαυτό μου γιά σακάτη και βρώμικο. Φιλοδοξώ ύστερα άπό μιά άλλη ζωή. Κι άφού τάχω όλα λογαριάσει προτιμώ νά βρίσκομαι στη θέση μου παρά στή δική τους.
Αύτή ή κτηνωδία γιά τήν όποία μιλώ καί πού τούς έξεγείρει τόσο είναι έντούτοις αύτό πού τούς χαρακτηρίζει καλύτερα. Ή άγάπη τους γιά τήν άμεση εύχαρίσιηση, δηλαδή γιά τήν ύλη, τούς έκανε νά χάσουν τόν άρχικό τους προσανατολισμό, αύτή τήν ύπέροχη δύναμη διαφυγής τής όποίας τό μυστικό νομίζουμε ότι πήγαιναν νά μάς φανερώσουν.
Ένα πνεύμα άταξίας, ένα πνεύμα φτηνής σοφιστείας τούς ώθεί νά άλληλοσπαράζονται. Χθές, ήταν ό Σουπώ κι έγώ πού άηδιάσαμε. Προχθές ήταν ό Ροζέ Βιτράκ ό διωγμός τού όποίου ήταν μιά άπ’ τίς πρώτες τους βρωμιές.
Μάταια θά ούρλιάζουν στό κλουβί τους καί θά λένε πώς δέν είναι αύτό, έγώ θά τούς άπαντήσω πώς γιά μένα ό σουρρεαλισμός ήταν πάντα μιά δόλια έξάπλωση τού άοράτου, τού χειροπιαστού άσυνείδητου. Οί θησαυροί τού άόρατου άσυνείδητου πού όταν γίνουν αίσθητοί, όδηγούν αύθόρμητα τή γλώσσα, μέ μιά άπλή παρόρμηση.
Γιά μένα, ό Ruysbroek, ό Martinez de Pasqualis, ό Boehme άρκετά μέ δικαιώνουν.’Οποιαδήποτε πνευματική δράση άν είναι σωστή ύλοποιείται όταν πρέπει. Οί έσωτερικές καταστάσεις τής ψυχής! κι όμως φέρουν πάνω τους τήν πέτρινή τους φορεσιά, τής άληθινής δράσης. Είναι ένα γεγονός κατακτημένο πού κατακτιέται άπό μόνο του καί πού άσυγχώρητα έξυπακούεται.