Αν πάλι οι σουρρεαλιστές άναζητούσαν πραγματικά αύτό, θά ‘ ταν τουλάχιστον άξιοι συγγνώμης. Ο σκοπός τους θά ‘ταν κοινότυπος και περιορισμένος μά τέλος πάντων θά υπήρχε. Και τότε στ’ άλήθεια άπέτυχαν νά διαμορφώσουν
έναν κεντρκό σκοπό πρός τόν όποιο νά κατευθύνουν μιά δράση άφού δέν είχαν καθόλου;
Δουλεύουμε άλλωστε γιά κάποιο σκοπό;
Δουλεύουμε έχοντας κάποια κίνητρα;
Οι σουρρεαλιστές νομίζουν ότι μπορούν νά δικαιολογήσουν τήν προσδοκία τους μέ τό άπλό γεγονός της συνειδητοποίησης πού έχουν γι’ αύτή;
Όταν δέν κάνουμε τίποτα δέν κινδυνεύουμε νά σπάσουμε τά μούτρα μας. ‘Αλλ’ αύτό δέν είναι ένας λόγος έπαρκής γιά νά κάνεις νά μιλούν γιά σένα.
Περιφρονώ παρά πολύ τή ζωή γιά νά σκεφτώ πώς μιά όποιαδήποτε άλλαγή ή όποΐα θ’ άναπτυσσόταν μέσα στήν περιοχή τών φαινομένων μπορεί ν’ άλλάξει κάτι άπ’ τήν άπαίσια κατάστασή μου. Αύτό πού μέ χωρίζει άπό τούς σουρρεαλιστές είναι ότι όσο αύτοί άγαπούν τή ζωή τόσο έγώ τήν περιφρονώ. Απόλαυση μέ κάθε εύκαιρία καί μέ όλους τούς πόρους, ίδού τό κέντρο τών ψυχώσεών τους. ‘Αλλά ό άσκητισμός δέν κάνει χωριό μέ τήν άληθινή μαγεία, άκόμα καί μέ τήν πιό βρώμικη, άκόμα καί μέ τήν πιό μαύρη. Ακόμα κι αύτός ό διαβολικός ήδονιστής έχει κάτι άπ’ τόν άσκητή, έχει ένα όρισμένο πνεύμα σκληραγωγίας.
Δέ μιλώ γιά τά γραπτά τους πού είναι λαμπρά άν καί μάταια όσον άφορά τήν άποψη άπό τήν όποία τοποθετούνται.
Μιλώ γιά τήν κύρια συμπεριφορά τους, γιά τό ύπόδειγμα όλης τους τής ζωής. Δέν έχω προσωπικό μίσος. Τούς άπωθώ καί τούς καταδικάζω μιά κι έξω, άποδίδοντας στόν καθένα τους όλη τήν έκτίμηση κι άκόμα όλο τό θαυμασμό πού άξίζουν γιά τά έργα τους ή γιά τό πνεύμα τους. Έν πάση περιπτώσει καί άπό αύτή τήν άποψη δέ θάχω τήν άφέλεια όπως αύτοί νά τούς γυρίσω τήν πλάτη καί νά τούς άρνηθώ κάθε ταλέντο άπ’ τή στιγμή πού έπαψαν νά ‘ ναι φίλοι μου.