Καί σήμερα τί άλλο κάνουν παρά νά μάς έπιδεικνύουν μιά άκόμα φορά τήν άνικανότητά τους, τήν άκατάπαυστη στειρότητά τους. Επειδή άρνήθηκα νά στρατευθώ πέρα άπ’ τόν ίδιο μου τόν έαυτό, έπειδή γύρεψα τή σιωπή γύρω μου καί τό νά μείνω πιστός θεωρητικά καί πρακτικά σ’ αύτό πού ένιωθα νά είναι ή βαθιά μου, ή άσυγχώρητή μου άδυναμία αύτοί οί κύριοι, έκριναν τήν παρουσία μου άκαιρη άνάμεσά τους.
Μά αύτό πού τούς φάνηκε πάνω άπ’ όλα κατακριτέο και βλάσφημο ήταν τό ότι δέ θέλησα νά έμπιστευθώ παρά στόν έαυτό μου τή φροντίδα νά καθορίσω τά όριά μου, τό ότι άπαιτώ νά μ’άφήσουν έλεύθερο και κύριο τής ίδκας μου τής δράσης. Μά τι νά τήν κάνω έγώ όλη τήν Επανάσταση τού κόσμου άν ξέρω ότι παραμένω αιώνια δυστυχισμένος καί άθλιος μές στήν καρδιά τής ίδιας μου τής λειψανοθήκης. Μακάρι κάθε άνθρωπος νά μήν λογάριαζε τίποτα πέρα άπ’ τή βαθιά του εύαισθησία, πέρα άπ’ τόν εσώτερο έαυτό του, νά τί θά ‘ταν γιά μένα ή ίδέα τής καθαρής Επανάστασης. Δέν είναι καλή έπανάσταση παρά έκείνη πού είναι ώφέλιμη σέ μένα, καί σ’ άνθρώπους σάν καί μένα. Οί έπαναστατικές δυνάμεις όποιουδήποτε κινήματος είναι ίκανές νά στρεβλώσουν τά σημερινά θεμέλια τών πραγμάτων, ν’ άλλάξουν τή γωνία τής πραγματικότητας.
Άλλ’ όμως σ’ ένα γράμμα άπευθυνόμενο στούς κομμουνιστές όμολογούν ότι είναι τελείως άπροετοίμαστοι γιά τό χώρο μέσα στόν όποίο μόλις στρατεύθηκαν. Πόσο μάλλον, άφού τό είδος τής δραστηριότητας πού τούς ζητούν είναι άσυμβίβαστο μέ τό ίδιο τό πνεύμα τους.
Κι έδώ είναι πού αύτοί κι έγώ παρόλο πού τά ‘χουν μαζί μου ξανανταμώνουμε τουλάχιστον έν μέρει σέ μιά ούσιαστικά όμοια άπαγόρευση ή όποία μολαταύτα όφείλεται σέ αίτιες διαφορετικής σοβαρότητας καί διαφορετικής σημασίας γιά μένα άπ’ ότι γι’ αύτούς. ‘Αναγνωρίζουν τέλος πάντων ότι είναι άνίκανοι νά κάνουν αύτό πού έγώ πάντοτε άρνήθηκα νά έπιχειρήσω.