Είτε μ’ έδιωξαν οι σουρρεαλιστές είτε έφυγα μόνος μου άπ’ τις χοντροκομμένες τους άπομιμήσεις, άπό καιρό αύτό δέν άποτελει πρόβλημα.
(Ακούστε τη ανάγνωση)
Ελάχιστα θά έπιμείνω στό γεγονός πώς οι σουρρεαλιστές δέν βρήκαν τίποτα καλύτερο γιά νά έπιχειρήσουν νά μέ καταστρέψουν άπό τό νά χρησιμοποιήσουν τά ίδια μου τά γραπτά. Κι αύτό γιατί βαρέθηκα πιά μιά μασκαράτα πού κράτησε πολύ και πού τραβήχτηκα άπό μέσα της, απόλυτα βέβαιος άλλωστε ότι μέσα στό νέο χώρο πού τάχθηκαν, όπως και σέ όποιοδήποτε άλλο, οι σουρρεαλιστές δέ θά κατάφερναν τίποτα. Κι ό χρόνος και τά γεγονότα δέν άργησαν νά μέ δικαιώσουν.
Τό νά συγχρονισθεί ό σουρρεαλισμός μέ την Επανάσταση ή τό ότι ή Επανάσταση όφείλει νά γίνει έξω και πέρα άπ’ τό σουρρεαλιστικό έγχείρημα, άναρωτιέται κανείς τί νόημα θά ‘χε αύτό γιά τόν κόσμο όταν μάλιστα άναλογισθεί πόσο μικρή έπίδραση οί σουρρεαλιστές κατάφεραν νά άσκήσουν στά ήθη καί τίς ίδέες αύτής τής έποχής.
Υπάρχει άλλωστε ένα άλλο σουρρεαλιστικό έγχείρημα καί ό σουρρεαλισμός δέν πέθανε άπό τή μέρα πού ό Μπρετόν καί οί πιστοί του νόμισαν πώς πρέπει νά συνταχθούν μέ τόν κομμουνισμό καί ν’ άναζητήσουν μέσα στήν περιοχή τών γεγονότων καί τής άμεσης ύλης τήν κατάληξη μιάς δράσης πού δέν μπορούσε κανονικά νά έξελιχθεί παρά στά έσώτερα πεδία τού έγκεφάλου.
Νομίζουν πώς έχουν τό δικαίωμα νά έπιτρέπουν στόν έαυτό τους νά μέ έμπαίζει, όταν μιλώ γιά μιά μεταμόρφωση τών έσωτερικών καταστάσεων τής ψυχής, λές καί έννοούσα τήν ψυχή μέ τή βρωμερή έννοια, μέ τήν όποια αύτοί οι ίδιοι τήν έννοούν, και λές κι άπ’ τήν άποψη τού άπόλυτου θά μπορούσε νά υπάρχει τό παραμικρό ένδιαφέρον σε μιά άλλαγή τής κοινωνικής δομής τού κόσμου ή στό πέρασμα τής έξουσίας άπό τά χέρια τής άστικής τάξης σ’ έκείνα τού
προλεταριάτου.
Λές κι ένας άνθρωπος πού κατάλαβε μιά γιά πάντα τά όρια τής δράσης του, πού άρνείται νά στρατευθεί πέρα άπ’ αύτό πού πιστεύει συνειδητά ότι είναι αύτά τά όρια νά ήταν λιγότερο άξιος ένδιαφέροντος, άπό άποψη επαναστατική, παρ’ όλο ένας κάποιος φανταστικός κεκράχτης ό όποίος μέσα στόν άσφυκτικό κόσμο πού ζούμε, έναν κόσμο κλειστό καί γιά πάντα ακίνητο, καταφεύγει κι έγώ δέν ξέρω σέ ποιά έπαναστατική διάθεση φροντίζοντας νά πλειοψηφήσει γιά πράξεις καί κατορθώματα πού όλος ό κόσμος ξέρει καλά πώς δέ θά έκανε ό ίδιος.
Είναι άκριβώς αύτό πού μ’ έκανε νά σιχαθώ τό σουρρεαλισμό: ή συνειδητοποίηση τής φυσικής άνικανότητας, τής έκ γενετής άσθενικότητας αύτών τών κυρίων, πού έρχεται σέ άντίθεση μέ τή διαρκώς κομπαστική συμπεριφορά τους, μέ τίς άπειλές τους μές στό κενό, τίς ύβρεις τους μές στό μηδέν.