Ήσυχες νύχτες

Ήσυχες νύχτες

Ο «δημοκρατικός» Κοινοβουλευτισμός…

 

Γκρίζες είναι οι περίοδοι της ανθρωπότητας, όπου η σκέψη υφίσταται τον στραγγαλισμό της ενδίδοντας μονομερώς στις ανάγκες του σώματος ως βιοτικές μέριμνες. Μια αισχρή αποβλάκωση, που απορρέει απ’ τον εξαναγκασμό της βιοποριστικής εργασίας. Μια αποχαύνωση, που είναι παρεπόμενο της νοσηρής τυφλότητας των κοινωνικών όντων όταν υποπίπτουν σε αφόρητα ηχηρά συνθήματα, που εξοστρακίζουν την ίδια τη σκέψη και την κριτική οξύνοια. Όσες ιδέες αναδύονται και διατυπώνονται ως δημιουργία εκ του μηδενός, δεν αποτελούν στην ουσία παρά κομματικές παρατάξεις με ίδιο πυρήνα, τον τεχνοκρατικό αριστοκρατισμό. Με σατανική θα λέγαμε διαστρέβλωση επινοούνται διάφορες διαδικασίες, ώστε οι Κυβερνώμενοι να αποκτήσουν την αίσθηση της συμμετοχής στη «Λήψη των Αποφάσεων». Συνακόλουθα τα «Δημοκρατικά Πολιτεύματα» παρεισφρέουν στην ανθρώπινη συνείδηση ως τα πλέον «δίκαια», αφού ως «Νόμιμα» έχουν τεχνηέντως θεσμοθετηθεί.

Ο Άνθρωπος βρίσκεται λοιπόν εγκλωβισμένος στα προβλήματα που ανακύπτουν:

_ από «τεχνικής απόψεως», αφού η εκπροσώπηση των Πολιτών παρουσιάζεται ως καθολική, κάτι που οδηγεί σε αυτόματα νομιμοποιημένη παραδοχή των πράξεων των «Αρχόντων».

_ από «πολιτικής απόψεως», αφού τα εκλογικά συστήματα υπόκεινται σε πυκνό νομικό πλαίσιο, ώστε να επιτυγχάνεται η μεταβίβαση της άσκησης της Εξουσίας στους εκλεγμένους.

Ωσαύτως ο εκλογέας πρώτου βαθμού χάνει στην πορεία την όποια ανεξαρτησία του και μετατρέπεται σε «Πολίτη ενταγμένο και συνταγμένο» στους πολιτικούς θεσμούς και στα νέα ψηφίσματα. Βέβαια οι θεωρητικοί του Δημοσίου Δικαίου αρθρώνουν ξύλινο λόγο περί δημοκρατικής νομιμότητας, κάτι που ωστόσο συνιστά «μία τεχνική επίδραση, η οποία είναι ικανή να επιφέρει μεταβολές στη λειτουργία των πολιτικών θεσμών ευνοώντας κάποιες κοινωνικές κατηγορίες-κάποια γνώμη-κάποια μορφή διακυβέρνησης», όπως εύστοχα διατυπώνει ο κύριος Σιμόπουλος.

Ακόπως τεκμαίρεται πως ο Κοινοβουλευτισμός δεν ευνοεί την ιδεολογική πολυφωνία ούτε το πρόταγμά του υφίσταται ως «αντιπροσώπευση συμφερόντων ενώπιον της εξουσίας». Κανένα από τα δύο εκλογικά συστήματα, πλειοψηφικό και αναλογικό, δεν απολήγει στην ιδανική εκπροσώπηση των κοινωνικών στρωμάτων απλώς και μόνο επειδή η ταξική διαστρωμάτωση εγείρει τις ανισότητες.  Κατ’ εφαπτομένη ο Κοινοβουλευτισμός, που επινοείται με σκοπό την απαρεμόδιστη μετακύληση της Εξουσίας από την Αριστοκρατία στην Αστοκρατία, είναι η ίδια η Εξουσία και οι εκλογικές διαδικασίες ο βραχίονας νομιμοποίησηής της. Παρεπόμενο αυτής της στρέβλωσης αποτελεί η επινόηση «υβριδικών μίξεων», οι ιθύνοντες μηχανεύονται «εκλογικά τερτίπια» τα λεγόμενα «εκλογομαγειρέματα», που ερείδονται συνήθως στην πρόθεση αφ’ ενός του Νομοθέτη να συγκεράσει την απαίτηση του εκλογικού σώματος προς μεγέθυνση της επιρροής του και την αποτελεσματικότητα ωστόσο της διαχείρισης των ποσοστών καταμέτρησης, ώστε να διασφαλίζεται η εξουσιοδότηση των Κυβερνώντων από τους ψηφοφόρους, και αφ’ ετέρου των κομματικών συνδυασμών, ώστε να προάγονται στην κατανομή των εδρών με το «ελάχιστο όριο των έγκυρων ψήφων». Αν λοιπόν ο Μαρξ πρεσβεύει πως «οι εκλογές δεν είναι τίποτε άλλο από το μέσον που επιτρέπει στους καταπιεσμένους να επιλέγουν ανα τετραετία τους καταπιεστές τους», κανένα συστημικό κόμμα, ούτε ο κομμουνισμός, δεν δύναται να αποφορτίσει την κοινωνική διαστρωμάτωση από την ταξική ανομοιογένειά της, τουναντίον χρησιμεύουν στη χειραγώγηση του ανθρωπίνου πνεύματος και τη διασφάλιση της Εξουσίας δια μέσω του εκλογικού ανταγωνισμού ως ψευδαίσθηση καταμέτρησης της «αριθμητικής δύναμης» των μελών κάποιου κοινωνικού στρώματος. Έτσι ο Πολίτης συναινεί κατ’ αρχάς στην «πολτική οργάνωση», όταν προσέρχεται στην κάλπη. Δεν καλείται στην ουσία σε συμμετοχή στη λήψη μιας απόφασης αλλά στην παραχώρηση του συμμετέχειν σε εκπρόσώπους. Οποιαδήποτε μορφή κα να έχει η εκλογή, πολιτική-συνδικαλιστική-κοινωνική-διοικητική-πανεπιστημιακή, δεν παύει να παρουσιάζει μία συγκεκριμένη υπάρχουσα δομή βασισμένη σε εξωτερική και εσωτερική ιεραρχία. Αδόκιμο να παραλειφθεί πως σε δεύτερο χρόνο η εκλογή δεν στηρίζεται στο κριτήριο της αξίας αλλά στον «συντηρητισμό» ή στον «αριστερισμό», που αποπνέει ο υποψήφιος. Επιπροσθέτως όταν η ψήφος δεν είναι υποχρεωτική, η ίδια η Τεχνοδημοκρατία λοιδορεί την αποχή των εκλογέων στιγματίζοντάς της ως «έλλειψη ευθύνης των Πολιτών».

Το να προσπελάσουμε τις μορφές του φόβου σημαίνει στην εποχή μας τρέχω να κάνω ψυχανάλυση. Παύω να εθελοτυφλώ κι  αρχίζω την ενδοσκόπηση για να διαπιστώσω, σύμφωνα με τους ειδικούς, πως για όλα ευθύνεται μία «μητέρα» και η ανατροφή, την οποία ακολούθησε για να μας γαλουχήσει. Οι αιτιώδεις λοιπόν ερμηνείες εφάπτονται στις λειτουργικές δομές του χαρακτήρα του ατόμου και κατ’ επέκταση του συνόλου. Ωσαύτως η διεθνής κοινωνία εμφανίζει ορισμένες «ανάγκες» για την επιβίωση ή διατήρησή της. Αυτή η «μητέρα» όμως αντικαθρεφτίζεται και στην έννοια της Χώρας. Όπως η κάθε «μητέρα» μεταφέρει τα αβίωτα συμπλέγματά της στα τέκνα, ομοιοτρόπως και η «μητέρα-πατρίδα» μεταφέρει τα μη βιώσιμα χρέη της στους πολίτες. Και όπου χρέος, δεν πρόκειται μόνο για οικονομικό, αλλά και για κοινωνικό-πολιτικό-ιστορικό, τουτέστιν μία πανομοιότυπη συμπλεγματική διαδικασία. Ο ορισμός του διεθνούς δικαίου περιγράφεται σαν ένα σύνολο κανόνων, που διέπουν την αλληλεπίδραση μεταξύ των κρατών αλλά και άλλων παραγόντων στη διεθνή πολιτική. Ο ορισμός του δίκιου στην αμφισβήτηση του φαινομενικού δικαίου πως θα οριστεί, αν όχι μέσω της αποδοχής των συσσωρευμένων φρικαλεοτήτων της Δύσης, σαν πολιτιστική «μητέρα» εναντίον των παιδιών της αλλά και των άλλων παιδιών του Κόσμου;

Ο όρος κρίση παρεισφρέει στην καθημερινότητά μας, δίχως να μπορούμε να ασκήσουμε ούτε καν τη γλωσσική μας «εκκεντρικότητα» ως Έλληνες. Και αναφέρομαι στον όρο «εκκεντρικότητα» για έναν πολύ απλό λόγο. Η ελληνική γλώσσα φέρει το προνόμιο της εννοιολογικής ιδιοτυπίας και δεν ανήκει στις σημειολογικές γλώσσες. Η λέξη κρίσις στην Αρχαία Ελληνική Σκέψη-ερμηνεία σήμαινε επιλογή-ευθυβουλία. Στις ημέρες μας αλλοιώθηκε η έννοιά της, με την παρερμηνεία της σε μείωση ρευστότητας και κατ’ επέκταση σε στιγμή κατάργησης ατομικών ελευθεριών-δικαιωμάτων. Και είναι αυτή ακριβώς η παράφραση, που επιτείνει στη λιποψυχία των ανθρώπων την απειλή, που οφείλει να αντιμετωπιστεί με διοικητικά μέτρα, ολέθρια όπως απεδείχθη για τη σύσταση του εργατικού δυναμικού και του κοινωνικού ιστού. Ο βωμός της θυσίας είχε λοιπόν διττό πρόσωπο. Για τους ιθύνοντες η απόρροια θα ήταν η αποθησαύριση, η ενιαιοποίηση του εργατικού δικαίου και τυποποίηση συνειδήσεων-αντιδράσεων, ενώ για τους ανυποψίαστους λαούς εκπήγαζε μία αβάσιμη, ας ομολογήσουμε, αύξηση προσδοκίας περί μεσοπρόθεσμης επίλυσης του οικονομικού προβλήματος. Το δόκανο ήταν καλά στημένο καθώς το «διαίρει και βασίλευε» αποδυνάμωσε κάθε μορφή φιλαλληλίας ανάμεσα στα επαγγέλματα-κλάδους. Αν τα φεουδαλικά καθεστώτα επέβαλλαν την διακυβέρνηση διαμέσου δοξασιών θρησκευτικού τύπου, όπως η Ρωμαική-Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που έχριζαν τους Ηγεμόνες και τα μοναρχικά καθεστώτα, που διαιώνιζαν την παραμονή τους στον θώκο διαμέσου της νομιμοποιημένης κληροδότησής του στους διαδόχους, το «Αντιπροσωπευτικό Πολίτευμα« δίνει τη σκυτάλη της Εξουσίας στους Αστούς ως «χρίσμα» πλέον απ’ το εκλογικό σώμα, αντικαθίσταται δηλαδή η «κυριαρχία του θεϊκού Δικαίου» από την «κυριαρχία του έθνους» υπό το έρεισμα του συνταγματικού θέσφατου. Οι εκλογές στις χώρες της Δύσης υποβόσκουν απλά αποτελέσματα δικολαβικών χειρισμών, από ανέντιμους διορισμένους, και αρκεί ένας πολίτης να ανατρέξει σε κιτρινισμένες σελίδες της Ιστορίας για να απολαύσει αποτελέσματα που αλλοιώθηκαν λαθραία κατά το δοκούν ή που χειραγώγησαν πολλά νομοθετήματα και δεν είδαν το φως της δημοσιότητας παρά αρκετές δεκαετίες αργότερα, όταν η ανάδυσή τους δεν αποτελούσε πια παρά μία πληροφορία ενδιαφέρουσα κι ιστορικά προσεγγίσιμη. Η επιλογή των εκλογέων δεν εμφανίζει χαρακτηριστικά πλουραλιστικού τύπου, απλώς επικυρώνει την προσέλευση των Πολιτών στην κάλπη ως απρόσκοπτη πρόσβαση στο μοναδικό δικαίωμα της ανταπόκρισης, ενώ στο φόντο θεμελιώνεται η συνισταμένη των συστημικών κομμάτων με τις πανομοιότυπες συνιστώσες της.

(Συνεχίζεται  στην  επόμενη  σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5 6

Leave a Reply