Ήσυχες νύχτες

Ήσυχες νύχτες

Στα πηγάδια της Ιστορίας…

 

Η νομοθεσία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαχώριζε το «jus suffragii», στο οποίο είχαν πρόσβαση τα πλήρως ελεύθερα άτομα, από το «jus civitatis», το οποίο ενέδυε  άτομα συγκεκριμένης ταξικής προελεύσεως. Ας τονιστεί επίσης πως το επιχείρημα περί «Αθηναϊκής Δημοκρατίας» αναδύεται εκλυστικό κατά την μελέτη του στο ανάλογο ιστορικό πλαίσιο της εμφάνισής του αλλά αστήριχτο κατά την αυτούσια μεταφορά του στο σήμερα, αφού και εκείνο το σύστημα προϋπέθετε την εθνική ενότητα υπό τη σκέπη μιας ενιαίας κρατικής εξουσίας, πράγμα που επάγει στον αυτόματο αποκλεισμό πολλών κοινωνικών μερίδων. Η Συντακτική Συνέλευση του 1789 προέκρινε πως: «το έθνος εν σώματι διακρίνεται από τα άτομα, που το συναποτελούν». Παρεπομένως το άτομο δεν δύναται να μετέχει εκ φύσεως στην κορωνίδα της εξουσίας, αν πρώτα δεν επαφεθεί στο καθοριστικό πλαίσιο των ενδεικνυόμενων απ’ τον Νομοθέτη συνθηκών, οι οποίες να προσανατολίζουν σε συγκεκριμένη «έκφραση εθνικής βούλησης» αλλά και   να   προσδιορίζουν το εκλογικό σώμα. Έκτοτε η εκάστοτε κρατική μηχανή αναλαμβάνει να διαμορφώσει την κατάλληλη θεσμοθέτηση, κατά την οποία θα διασαφηνίζονται το δικαίωμα της ψήφου-η σύσταση του εκλογικού σώματος-το σύστημα διενέργειας των εκλογών. Πρόκειται για έναν κανονιστικό φέροντα σκελετό, ο οποίος οριοθετεί πρωτίστως την ιδιότητα του Πολίτη, ώστε οι συνταγματικές-νομικές διατάξεις που προσδίδονται να «προαγάγουν» το άτομο από Πολίτη σε Εκλογέα, ιδιότυπο χρίσμα που μεταλλάσσει τον συμμετέχοντα από «ασκών των προσωπικών του δικαιωμάτων» σε «ενεργούμενο του Κράτους». Εν συνεχεία οικοδομεί τους τύπους των εκλογών και τις ρυθμιστικές αρχές της ψηφοφορίας. Ανά τους αιώνες η Αστική Δημοκρατία θεσπίζει το «εκλέγειν» ως κατάκτηση διττής αλλά και διφορούμενης σημασίας, μέσα στην οποία εμπεριέχονται τόσο το δικαίωμα όσο και το λειτούργημα, ώστε οι κυβερνώντες να επεκτείνουν-συρρικνώνουν την πρόσβαση στην ψήφο κατά το δοκούν, ώστε να κρατούν και τα γκέμια επί του εκλογικού σώματος! Συνακόλουθα ακρογωνιαίος λίθος του νομικού υποβάθρου στέκει ο προσδιορισμός της νομικής υπόστασης του ατόμου=homo constitutionalis, η οποία να προσδένει στο άρμα της τον Άνθρωπο ως ψηφοφόρο που μάχεται για την εκπροσώπησή του παρά για την ευθεία συμμετοχή του στην ανάληψη κρίσιμων αποφάσεων. Ιστορικά τεκμηριώνεται πως κατά τα περισσότερα Πολιτεύματα είναι οι συσχετισμοί των πολιτικών-κομματικών δυνάμεων που διευρύνουν ή ποδηγετούν την καθολική ψηφοφορία. «Όταν η αστική τάξη καταλαμβάνει την εξουσία, στηρίζεται σε ένα εκλογικό σώμα αρκετά ευρύ. Αφότου, όμως, η αστική τάξη κατακτήσει την εξουσία, περιορίζει τα όρια άσκησης του εκλογικού δικαιώματος ορθώνοντας φράγματα μπροστά στην καθολική ψηφοφορία», όπως εύστοχα διατείνεται ο Jean-Marie Cotteret στην ανάλυσή τους «Κυβερνώντες και Κυβερνώμενοι» σχετικά με τα εκλογικά συστήματα. Πράγματι καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα όσο προτάσσεται η καθολική ψηφοφορία άλλο τόσο περιορίζεται και τροχοπέδη καθίσταται κατά παράδοση:

_ «το τέλος για την απόκτηση του δικαιώματος ψήφου». Αν στις Μοναρχίες το άτομο πάλευε για την πρόσβαση στην ψήφο, μετά τη Γαλλική Επανάσταση τα χαμηλά στρώματα βρίσκονται σε μία ιδιότυπη παλινόρθωση της Μοναρχίας, αφού το εκλογικό σώμα περιορίζεται στην Αστική Τάξη, ο Συνταγματικός Χάρτης της 4ης Ιουνίου 1814 θεσπίζει «εκλογικό τέλος» ύψους 300 φράγκων, ποσό δυσπρόσιτο για πολλές κοινωνικές ομάδες. «Οι ακραιφνείς Βασιλικοί τάσσονταν κατά του εκλογικού τέλους. Πίστευαν πως οι μάζες των χωρικών, που ήταν τότε πλειοψηφία, θα ψήφιζαν μοναρχικά κάτω από την επίδραση των μεγάλων γαιοκτημόνων. Ο πολιτικός υπολογισμός δεν ήταν άσχημος, η Μοναρχία θα στηριζόταν έτσι στην τεράστια δύναμη της καθολικής ψηφοφορίας. Οι ακραιφνείς συντηρητικοί, αντίθετα, ήθελαν να συνδέσουν το δικαίωμα της ψήφου με την έγγειο ιδιοκτησία. Κατ’ αυτούς μόνο όσοι πλήρωναν φόρο ιδιοκτησίας θα ψήφιζαν. Αυτή η θέση θεμελιωνόταν στη διαπίστωση ότι μόλις το άτομο γίνει ιδιοκτήτης ακινήτου, μεταβάλλεται σε συντηρητικό. Οι ακραιφνείς Φιλελεύθεροι πρόβαλλαν το δικαίωμα του Εκλέγειν όχι ως υποκειμενικό δικαίωμα αλλά ως κοινωνικό λειτούργημα, το οποίο για να εκπληρωθεί απαιτούσε ένα ελάχιστο όριο ικανοτήτων και συντηρητικού πνεύματος, τα οποία εφάπτονται στο ελάχιστο όριο της ιδιοκτησίας», όπως διατείνεται ο Michel Fabre.

_ της παραμέτρου της ηλικίας, νομοθετικό μέτρο που φίμωνε τις νεαρές ομάδες του κοινωνικού στρώματος ως «μη έχουσες το απαραίτητο κριτήριο». Η «ενηλικότητα» εξαιρεί πολλές μερίδες ατόμων, όπως τους νέους κάτω των 21-25 ετών ανάλογα σε ποιο Κράτος βρισκόμαστε αλλά και τις γυναίκες κάτω των 30 ετών. Δεν είναι τυχαίος ο εξοβελισμός των ηλικιών αυτών, αν λάβουμε υπ’ όψιν το γεγονός πως το άτομο στην ηλικία των 18 ετών μεταβαίνει στον «πανεπιστημιακό κλοιό», όπου εκκολάπτεται η ζύμωση απόψεων-ιδεών. Η σταδιακή κάθοδος του ορίου της «ενηλικότητας» αρχίζει στο Αμερικανικό εδαφος για να επεκταθεί αργότερα στο Ευρωπαϊκό. Ολοκληρώνεται με την έγερση του Μάη του ’68, κατά τον οποίο διακυβεύεται η «αλλαγή τρόπου ζωής». Νεαρές ηλικίες μπροστά στην αυξανόμενη πίεση διεκδικούν την ατομική-κοινωνική απελευθέρωση, η οποία επισύρει και την παγίωση της «ενηλικότητας» στα 18. Δόκιμο σε αυτό το σημείο να επισημανθεί πως η «άλωση» των Πανεπιστημίων από τα κομματικά συμφέροντα αρχίζει να τελείται κατά την δεκαετία του ’80, αφού δηλαδή έχει προσπελαστεί το εμπόδιο της «ενηλικότητας»,  θα «πρέπει» να γίνεται ο προσανατολισμός πλέον με άλλους τρόπους, αρκετά «προσφορότερους αλλά και επικίνδυνους» θα λέγαμε. Όσον αφορά στη Γυναίκα, η οποία παραγκωνίζεται εντελώς απ’ την εκλογική διαδικασία με το κατά τα λοιπά αρκετά «ιπποτικό» επιχείρημα: «η Πολιτική είναι ένας πολύ σκληρός αγώνας και η Γυναίκα δεν έχει θεση σε αυτή!!», αποκτά για πρώτη φορά το δικαίωμα ψήφου στο Βέλγιο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον Νόμο της 9ης Μάη 1919, ο οποίος εκχωρεί το δικαίωμα της ψήφου «στις χήρες των Βέλγων που σκοτώθηκαν απ’ τον εχθρό»!! Στην Ελλάδα η Α’ Εθνοσυνέλευση το 1844 ορίζει στο Σύνταγμα την ισότητα των Ελλήνων απέναντι σον Νόμο αλλά όχι και των  Ελληνίδων, οι οποίες πιάνονται στα βρόχια όμοιων τακτικών εξαίρεσής  τους. Εν έτει 1924 προτείνεται αλλαγή της Νομοθεσίας περί Δήμων και Κοινοτήτων και αποφασίζεται να δοθεί μετά από μία πενταετία το δικαίωμα του εκλέγειν αλλά όχι του εκλέγεσθαι στη γυναίκα, αφού ωστόσο αυτές πληρούν τα κριτήρια της «ενηλικότητας» άνω  του  ορίου  των 30 ετών-να γνωρίζουν ανάγνωση κα γραφή, όρος που δεν αναφέρεται για τον άνδρα ψηφοφόρο. Μία δεκαετία αργότερα οι γυναίκες απέχουν απ’ τις εκλογές, επειδή οι κοινωνικές αντιλήψεις παραμένουν απαράλλαχτες-ο γυναικείος πληθυσμός μαστίζεται από αναλφαβητισμό-δεν έχουν συμπληρωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι με τα ονόματα των γυναικών. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Πρώτη Λαϊκή Εξουσία στην Ελλάδα=ΠΕΕΑ προβαίνει σε νομική κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων σχετικά με τη διαδικασία του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.

(Συνεχίζεται  στην  επόμενη  σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5 6

Leave a Reply