Στον περίβολο αραδιασμένα στεφάνια:
«Θερμά συλλυπητήρια. Σύλλογος Χ»
«Καλόν Παράδεισο. Συνδικάτο Ψ»
«Στην αγαπημένη μας. Οργάνωση Ω»
Κι οι θύρες διάπλατα ανοιχτές.
Στην είσοδο είχε στήσει το παγκάρι της η Χριστιανοσύνη. Επισκέπτης και κερί. Κερί και κέρμα. Μυροφόροι και κλαίουσες στο πανηγύρι του Δικτύου.
Κι ένας νεωκόρος, εντεταλμένος, πετούσε τα λιωμένα κεριά στον κουβά με την άμμο,
ύστερα ήλεγχε την κλειδαριά αν ήταν σφιχτά στερεωμένη στο μικρό παραμάγαζο της Πίστης και γέμιζε ανά τακτά διαστήματα με κεριά την θήκη,
η οποία άδειαζε συνέχεια.
Οι μύγες προπαγάνδιζαν δύο δίδυμα νεοφερμένα, μπορεί να ‘ταν κι από παλιά: «Αριστερά και Προστατευτισμός», «Αστοκρατία και Φιλελευθερισμός».
Ήταν μιαν αντιπαράθεση που την άφηναν να εκσπά σε δασμολογικές διαβαθμίσεις-τεχνικά πρότυπα-διοικητική δυσπραγία.
Όλα επί χάρτου! Επί του Χάρτη η διανομή έγερνε, είχε αδυναμίες.
Ήταν που «όταν δεκαπλασιάζεις τα χρήματά σου, μία συγκεκριμένη χημική ουσία απελευθερωνόταν στο στομάχι.
Και είναι εθιστική!» καθώς ισχυριζόταν κι ο Γουίλιαμ Μπράουντερ, επενδυτής στην Πολωνία μετά την πτώση.
Οι μύγες ήταν Κοινωνικοί πράκτορες στον Κόσμο των Τεράτων.
Πήγαιναν τα βλαστάρια τους σε ιδιωτικά Εκπαιδευτήρια κι όσο να πεις ήταν αρτιότερα χωνευτήρια και τα «βλαστάρια δεν είναι όλα ίδια»,
αναλάμβαναν ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς έτσι σαν δρώμενο με κάθετες συνελεύσεις,
παίρναν προμήθειες και bonus από την έκδοση δανείων ή πωλήσεων κι ύστερα δίναν τη σκυτάλη στις εισπρακτικές,
κι όσο να πεις «καμία δουλειά δεν είναι ντροπή», έκαναν έξωση σε πένητες επειδή μίσθωναν τα ακίνητά τους στην Airbnb κι αλήθεια ήταν προσφορότερο.
Κι άλλα ευτράπελα που δήλωναν την πρόσμιξη του αισθητού με το πολιτικό και του συλλογικού με το λαϊκό,
κι ίσως αριστοκρατικό, επειδή κάθε δράση έχει το δικό της περιεχόμενο!
Κι ήταν και τα κουνούπια, που εχθρεύονταν τα Κοράκια για την απροκάλυπτη αρπακτικότητά τους.
Από εχθρικές ωστόσο διαθέσεις διαπνέονταν και για τις μύγες, επειδή επιβραβεύονταν οι κοινωνικές δεξιότητές τους απ’ τα Κοράκια.
Ένα Υπέρ-Εγώ που ανίχνευε την εξουσία στις πρωταρχικές του φαντασιώσεις.
Τα κουνούπια πήγαιναν σε διαδηλώσεις, στο κομμωτήριο να βάψουν τα μαλλιά τους, στο ινστιτούτο καλλονής να βάψουν τα νύχια τους,
στα καταστήματα ν’ αγοράσουν τα ρούχα τους, βάζαν likes συμπαράστασης και ξεκρεμούσαν το ίδιο μοιρολόι της λύπης για τα Δεινά του Κόσμου.
Μιλούσαν συνέχεια για το εφ’ άπαξ και τη σύνταξή τους.
Όταν έχεις τόσο υποστυλώσει τη διόγκωση της γραφειοκρατίας, η οποία έθρεφε τόσο τις Μύγες όσο και τα Κοράκια, θέλεις στο τέλος το μερίδιό σου.
Είχε τη λογική της αυτή η οπτική. Μιλούσαν συνέχεια για τις επιλογές, που ήταν καθαρά δικές τους.
Απ’ τον δρόμο του Οπίου είχαμε περάσει αναίμακτα στην Εποχή του Αφιονισμού. Είχε τη Δυναμική μιας «Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης» αυτή η τακτική.
Μιλούσαν συνέχεια για τη βόλτα του Βίου, που δεν έχει εισιτήριο επιστροφής. Έτρεμαν στην ουσία τα κελιά του Κάτω Κόσμου.
Η λύση βρισκόταν στις διάφορες θεραπείες π’ αυτοδικαίως είχαν αναχθεί σε μία νέα μορφή Θρησκείας. Άλλωστε όλα ήταν θέμα φανατικής αφοσίωσης.
Μιλούσαν συνέχεια για μοιρασιά των αγαθών, κι αλήθεια αντάλλασσαν αφειδώς τις «μπλε παλάμες».
Πλιάτσικο κανονικό λοιπόν στο σπίτι της Νεκρής.
Όλο το σκυλολόι εκμεταλλευόταν τις ανοιχτές θύρες.
Έρμαιο η Νεκρή της οργής.
Να κοχλάζουν οι άμυνες, ίσως με νόμιμες διεξόδους.
Έρμαιο κι οι Μύγες. Και τα Κουνούπια.
Το πρώτο σοκ περνούσε στη θέα της άνευρης όψης της Νεκρής. Μια συμπόνοια για το ρήμαγμα του κορμιού, που ευτυχώς δεν ήταν δικό μας.
Το δεύτερο σοκ περνούσε στη θέα της λησμονιάς. Η Νεκρή θα έτρεφε τις αναμνήσεις της στον τάφο, που ευτυχώς δεν ήταν δικός μας.
Ένας εφησυχασμός πως και αύριο εμείς θα υπάρχουμε. Το τρίτο σοκ εκτονωνόταν στις αναρτήσεις στα Μέσα Κοινωνικής δικτύωσης,
επειδή διανύουμε την Εποχή της Τεχνολογίας κι έπρεπε να λανσάρουμε τα πάντα στο προφίλ μας, εικόνες-στίχους-αποφθέγματα,
αρκεί να θορυβηθούμε ή να θορυβήσουμε. Να υπονοήσουμε την ταραχή κι ίσως να επινοήσουμε την αγανάκτηση.
Πάντως έξω απ’ τα Κέντρα εκπλειστηριασμών, λίγοι πωγωνοφόροι εναντιώνονταν,
διότι άλλο να δένεσαι με το καλώδιο και να λογαριάζεσαι για Επαναστάτης κι άλλο να σε συλλαμβάνει η Ασφάλεια επ’ αυτοφώρω.
Μια κηδεία ισούται με την προβολή του πεπερασμένου μας,
Ως γεγονός τετελεσμένο κι αδιαμφισβήτητο.
Γι’ αυτό ο άνθρωπος κλαίει γοερά στις κηδείες…
Ύστερα από λίγο ήρθε η νεκροφόρα, επιβιβάστηκε η Νεκρή και θ’ άρχιζε το ταξίδι της, ανάμεσα σ’ εθνοκρατικούς μύθους,
κανιβαλικές παραποιήσεις και ενημερωτικά εργαλεία, το ιψενικό τρίγωνο της «ασίγαστης» ραστώνης.
Μα όπου και να ‘στριβες το βλέμμα μιλούσαν οι πέτρες.
Θ’ άρχιζε το ταξίδι της και στο διάβα όλα τα προπύργια είχαν μετατραπεί σε κελεύσματα κυριαρχίας.
Κι όλοι επαίρονταν για την πάταξη ενός μίσους πρωτόγνωρου, κι ίσως πρωτόγονου.
Μα ο ετεροκαθορισμός είχε τα ριζώματά του πάντα πάνω στο γεφύρι, με τις άλυτες εξισώσεις, ίσως κι ανισώσεις,
ν’ ασκούν την ομηρική εποποιία τους σε συγκυρίες εξαιρετικά ευνοϊκές.
Η Πομπή προχωρούσε, ένα φυλάκιο προκεχωρημένο θα ΄λεγες.
Στον Ναό για την ακολουθία κι απ’ την είσοδο ο εκφοβισμός να μαίνεται.
Αλυσοδεμένη η Νεκρή με την κουκούλα στο κεφάλι. Βομβαρδισμένα τα τηλεφωνικά κέντρα κι οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί.
Οι μύγες ισορροπούσαν μια Διεθνοποίηση πάνω στη στρεβλή συμμετοχή των Αδυνάτων.
Πάντως οι αριθμοί έκαναν συστηματική προσπάθεια για τις ευεργετικές της επιδράσεις.
Ίσως οι μαζικοί εμπρησμοί να θυμίζουν πως αλλού γεννιόμασταν, μα αλλού μας κατασκεύαζαν.
Και τα βλέμματα γεμάτα απάθεια για το χρέος του Ανθρώπου.
Τα κουνούπια κατά μυριάδες, π’ η κολοβή ιδιοσυγκρασία τους θα τα καθιστούσε απλώς «μυριάδες κουνούπια», συνέχιζαν ακάθεκτα, δεμένα με τα καλώδια.
Η Παιδεία έψαυε την αξιολόγησή της.
Μέσα από «ομιλητές προσκεκλημένους» που θα «εκ-πολιτίζουν» τη γραφειοκρατία και θα «εκ-παιδεύουν» τα καινοτόμα προγράμματα.
Μόνο μην θυμηθεί τους συναδέλφους απ’ την Κοινοτική Οδηγία. Πως ν’ αντέξεις τα Ματρονάλια. Πως να ερεθιστείς απ’ τα Ιλάρια.
Πως να μην γογγύζεις με τα Σατουρνάλια! Όλα έπρεπε να ξεπεραστούν, με δάνεια χαμηλότοκα και γόνιμα για επόμενα.
Στον Κόσμο των Τεράτων όλοι οι εφιάλτες μαζεμένοι,
Με λίγες χάντρες έπειθαν συνήθως τους εκλέκτορες κι αγόραζαν τα Όνειρα.
Είναι και δεν Είναι…
Η Πομπή προχωρούσε, ένα φυλάκιο προκεχωρημένο θα ΄λεγες.
Προς τον Τόπο το Χλοερό εν τέλει, στην απομόνωση με το ρόπαλο.
Το κενό στο χώμα διαλαλούσε κι αυτό τη σιγουριά της μόνιμης θέσης εργασίας και του σίγουρου μισθού.
Σκέπασαν το φέρετρο με το καπάκι. Κοράκια-Μύγες-Κουνούπια έριξαν λίγο χώμα από πάνω με τις χούφτες τους.
Πρόσθεσαν όσα παραπετάσματα-κιγκλιδώματα μπορούσαν, ώστε να μην μπορεί να περάσει μηνύματα στους διπλανούς νεκρούς.
Με κάθε τρόπο όφειλαν να διασπάσουν την αλληλεγγύη ανάμεσά τους. Ξεχορτάριασαν όλο το τοπίο και για προαυλισμό ούτε συζήτηση.
Λίγο το ‘χες να δεις ξαφνικά την ανέκκλητη φιγούρα Της με τα βουλιαγμένα μάτια να αποφυλακίζεται και να παραποιεί τις στατιστικές!
Όλες οι δυσφορίες προσιδιάζουν σε κάτι, ανήσυχο κι ανήμερο. Χωρίς αίμα δεν αγοράζεται η αιμοβορία, μήτε κι η αιματοχυσία.
Απλώς το μερίδιο ανέκρουε πρύμναν σύμφωνα με την ιδεολογία, από καταβολάδα κανονικότητας και κανονικοποίησης.
«Βάλε λίγο νερό στο κρασί σου. Σε βρίσκω πολύ οργισμένη τελευταία!»
Και μου έστειλε ο δάσκαλός μου τη φωτογραφία με τη Ροδιά.
Τη Ροδιά την ανθισμένη
Να γαληνέψει ο Νους
Μου θύμισε έναν πίνακα ζωγραφικής.
«La fillette à la corbeille fleurie»!
Γιατί να είχε σημασία ένα κορίτσι που μάζευε άνθη και τα τοποθετούσε στο καλάθι του
και κάποιος θέλησε να το ελευθερώσει απ’ τα δεσμά της αιώνιας επανάληψης και το ζωγράφισε…
* Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.
Pages: 1 2