Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή…
Καμία πόλη, ανέκαθεν, δεν μπορεί να καυχηθεί για την κοινωνική ομοιογένειά της. Κανένα κράτος δεν μπορεί να υποστηλώσει την εθνική ομοιομορφία του ή τη λαϊκή ισομορφία του.
Πολλές πραγματείες δίνουν ορισμούς χωροταξικής ορολογίας, όπως:
-
Προάστιο=ασφαλής οικιστική σφαίρα και κυριαρχούμενη από τις γυναίκες, που διακατέχεται από κοινωνική ομοιογένεια και προτάσσει την ιδιωτικότητα.
-
Κέντρο της πόλης=επικίνδυνο πεδίο και κυριαρχούμενο από τους άνδρες, που διέπεται από κοινωνική ετερογένεια και προκρίνει τη δημοσιότητα.
Σαφέστατα υπάρχει αδιαμφισβήτητη εφαρμογή αυτής της εκκεντρικής ερμηνείας, αφού ο σχεδιασμός των δομών απορρέει από τη στερεοτυπική σύσταση αυτών των ισχυρών Ιδεολογιών, οι οποίες εκπροσωπούν συμφέροντα συγκεκριμένων εκδοχών, όχι πάντοτε προφανή αλλά σίγουρα ικανά να εξυπηρετήσουν συνθήκες ανισότητας ως «φυσικές ή αναπόφευκτες».
Οι οικιστικές συνομαδώσεις δεν αφορούν όμως απλώς σε οικοδομικές-αρχιτεκτονικές δομές αλλά αποτελούν εκτεταμένα προϊόντα ανθρώπινης φαντασίας. Πρόκειται για φαντασιακά σχήματα με την υπόστασή τους σφυρηλατημένη απ’ το «ανθρώπινο υλικό», τα οποία αλληλεπιδρούν με τον χώρο αμφίδρομα και ποικιλοτρόπως:
-
όταν πρόκειται για ζυμώσεις, οι οποίες συγκροτούνται πάνω στο βάθρο του Χώρου ως κριτήριο εγκατάστασης.
-
όταν πρόκειται για διεργασίες, κατά τις οποίες ο Χώρος ποδηγετεί την οικιστική εξάπλωση.
-
όταν πρόκειται για τύπους, οι οποίοι καθιστούν τον Χώρο ως διαμεσολαβητή, που ενισχύει δηλαδή τις πρακτικές ανταλλαγής ή ανάπτυξης.
Συνακόλουθα αυτά τα κοινωνικά σχήματα συνομιλούν με τον Χώρο σε μία διάλεκτο «εδαφοκυριαρχική» θα λέγαμε, αφού το καληδόνιο φάσμα αφ’ ενός εμπερικλείει κοινωνικές-οικονομικές-πολιτικές δράσεις και συμβάλλει στη φύση των σχέσεων και αφ’ ετέρου διαφοροποιεί την προσβασιμότητα σε ευκαιρίες-υπηρεσίες. Κατ’ εφαπτομένη χρήζουν περαιτέρω μελέτης και δεν μπορούν απλώς να αναχθούν σε μία «αστική ή επαρχιακή κοινωνική γεωγραφία».
Ο τρόπος ζωής μεταπηδά στο επόμενο πρότυπο με το κοινωνικό καθεστώς να εγκλωβίζεται ενίοτε στην ίδια τη διαστρωμάτωσή του:
-
Η προβιομηχανική πόλη εκφράζεται μέσα στην αμετάβλητη βάση της φεουδαρχικής Εξουσίας. Ο πληθυσμός της είναι μικρός σχετικά και υποκείμενος σε άκαμπτη ταξική διαστρωμάτωση. Εξαρτά την οικονομία της από το δουλεμπόριο, υπάρχει η ελίτ που διαφοροποιείται τόσο στη μόρφωση όσο και στις ενασχολήσεις, οι συντεχνίες εμπόρων συνιστούν κίνδυνο για την ηθική των θεσμών. Χωρικά οι «Ευγενείς» καταλαμβάνουν το Κέντρο ενώ οι «παρίες» περιθωριοποιούνται στα προάστια. Διαπιστώνεται χωρική ομαδοποίηση σύμφωνα με την εθνοτική ομοιογένεια.
-
Η βιομηχανική πόλη αναταράσσει τη δομική χωρικότητα, αφού οι «Φτωχοί βιομηχανικοί εργάτες» μετακινούνται προς το κέντρο ενώ οι μεσαίες και ανώτερες τάξεις ταμπουρώνονται στην αστική περιφέρεια. Παρουσιάζει ένα «σχήμα ομόκεντρων ζωνών με σημαντικά τομεακά χαρακτηριστικά», το οποίο συνοψίζεται στο Κράτος με την εμφάνισή του καπιταλισμού ως απόληξή του και μεταλλάσσεται στον «Φορντισμό», έννοια που εισάγει ο Antonio Gramsci και θεμελιώνουν οι Aglietta-Lipietz-Dunford με τη «Θεωρία της Ρύθμισης=regulation theory», κατά την οποία ο Καπιταλισμός επιβιώνει παρά τις εντάσεις στηριζόμενος στο δεκανίκι της Νομοθεσίας, ώστε να επιβάλλει το «καθεστώς συσσώρευσης=regime of accumulation», το οποίο με τη σειρά του δρομολογεί την «υποβάθμιση εργασιακών διασφαλίσεων=casualization of labour» και την «αριθμητική ευελιξία=numerical flexibility».