Ω μάγισσες, μιζέρια, μίσος
εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβήσω απ’ τα λογικά μου
κάθε ελπίδα ανθρώπινη.
16ος και 17ος αιώνας ταλανίζονται εν μέσω «υψηλής τελειότητας», κατά την οποία το σώμα ομοιάζει με οικοδόμημα όπου προτάσσονται το μπούστο και το πρόσωπο ως ιδανική ελκυστικότητα αλλά παραγκωνίζονται οι ερωτογόνες ζώνες των γεννητικών οργάνων ως «μιαρότητα επιδεχόμενη επεξεργασίας», γενικότερα ο κάτω κορμός παρουσιάζεται ως απλός «φέρων σκελετός» που υποστηλώνει το «ευγενές» πάνω μέρος! Η Ποιητική ενορχηστρώνει επίσης τις λέξεις της προς την ίδια κατεύθυνση, με όρους εξαγνισμένους που υποβάλλουν σε συγκεκριμένους κώδικες Ηθικής:
-
Βλέμμα ενάρετο που ανταμώνει τα «αξιοσέβαστα μέλη» αλλά υποτιμά τα «ευτελή».
-
Πρόσωπο αγγελικό που «κοιτάζει προς το Φως του Ήλιου».
-
Χέρια «κρινόλευκα» που ψηλαφούν «στρογγυλάδες».
Η Ιωάννα της Αραγωνίας γίνεται αντικείμενο «ποιητικών αποθεώσεων», «τόσο excellentissima που η βενετική ακαδημία των Dubbiosi συντάσσει διάταγμα για να της αφιερώσει ένα ναό το 1551 ένεκα της λάμψης και της αρετής της», αναφέρει ο George Vigarello.
Αναπαριστάται λοιπόν η αισθητική πραγματογνωμοσύνη της «κοσμικής τάξης»:
-
με τη Γυναίκα να ενδύεται τον ρόλο του «Ωραίου Φύλου», το οποίο ωστόσο μοιάζει «να έχει προέλθει από μια θεϊκή φυλή παρά από την ανθρώπινη ρίζα». Παρ’ όλο που η Γυναίκα για πρώτη φορά απαλλάσσεται από τη «διαβολική υπόστασή» της, κακέκτυπη θεώρηση του Μεσαίωνα, δεν αποτινάσσει στην εικονογραφία της τον μανδύα της ηγεμονικής «πεποίθησης», μέσα στην οποία «οφείλει να αυστηροποιήσει την ηδύτητά της». Ακροβατεί στη διελκυστίνδα του «Εξοβελισμού» ή της «ασφυκτικής Επιτήρησης».
-
με τον Άνδρα μέσα στο πανωφόρι της «Δύναμης», η οποία τον γλιτώνει από έγνοιες περί «εξωραισμών» αλλά τον επιφορτίζει με «κόπους και αντιξοότητες». Ο «τρομερός κι ωραίος» Άνδρας κατά τον Ρομέι αποποιείται τη Μεσαιωνική «Ιπποσύνη» και «οφείλει να εντυπωσιάζει παρά να γοητεύει», έτσι ώστε η αρρενωπότητα να συνυφαίνεται με την «ανώτερη πνευματική ευρωστία».
Η «τρυφερή» Γυναίκα, συνήθως μελαχρινή, επειδή η ξανθιά ήταν ύποπτη για «αδυναμία» ενώ η κοκκινομάλλα κράδαινε την απειλή της «κακίας», τόνιζε τη ρώμη του Άνδρα. Παγιώνεται δηλαδή μία ροπή προς το αισθητό αλλά το «σφρίγος» παραμένει διακριτικά συρρικνωμένο, αφού τα χαρίσματα της Γυναίκας προβιβάζονται στις Εικαστικές Τέχνες και τη Λογοτεχνία αλλά παραμένουν υποδεέστερα σε κοινωνικό πλαίσιο.
Αποτυπώνεται η ακρωτηριασμένη Ομορφιά με το «λεπτεπίλεπτό» της αφ’ ενός να αφιερώνεται στην «τέλεια ψυχή» και το «μεγαλοπρεπές» της αφ’ ετέρου να εναντιώνεται στην «αναξιοπρέπεια» του «χονδροειδούς». Απαιτείται το «ρόδισμα στις παρειές», όταν «εγκαθίσταται η Αιδώς». Η υποβολή στη «σεμνότητα κι ευθραυστότητα», έστω κι αν στα παρασκήνια το σώμα δεν είναι αυτοκυριαρχημένο.
Στην ουσία έχουμε παράλλαξη της πραγματικότητας, αφού η περιγραφή της σωματικής Ομορφιάς επιχειρεί να ιχνηλατήσει τη φυσιογνωμική χαρακτηροδομή του Ανθρώπου, με την Τέχνη να ανοίγει διαύλους στη θεσμοποιημένη εξουσία, η οποία σχηματοποιείται πλέον νομότυπα από την Ψυχιατρική που αυθαίρετα τιτλοφορεί τη συμπεριφορά ως απορρέουσα από χαρακτηριστικά προσώπου, «λεπτά χείλη και μύτη γαμψή δηλώνουν τον Κακό» ας πούμε!!
Παρεπομένως αποκλείονται οι όψεις που ο Νόμος δεν δύναται μεν να παγιδεύσει στα δίχτυα του «αξιόποινου» αλλά τις ορίζει ως «πυροδότη της παραβίασής του, αφού αναδύονται τεχνικές κανονικοποίησης», όπως ευφυέστατα αναφέρει ο Michel Foucault.
Πρόκειται για μηχανισμούς εν τέλει Δεισιδαιμονίας που εκμεταλλεύονται «ένα Φόβο φυσικό για κάθε άτομο, τον αναπαράγουν και συνεπώς τον διογκώνουν ως μαζικό φαινόμενο, το οποίο γίνεται έτσι ανεξέλγκτο», όπως και ο Spinoza πνευματωδώς καταθέτει.