Η αβοήθητη μοναξιά της Γυναίκας...

Η αβοήθητη μοναξιά της Γυναίκας…

Έτρεξες  να  τον  προλάβεις,   μην   καταπιεί  της  όργητας  ο  παρασυρμός  τη  βασανιστική  προανάκρουση.

Εσύ  η  τόσο  αδύναμη  απ’  ακατανόμαστες  επαναστάσεις,  του  Έρωτα  και  της  Ευθανασίας,  έτρεχες   με  τελεσίδικη   σιγουριά  συνοψίζοντας  τα  πεταμένα  θρύμματα. Επειδή  το  κάθε  θρύμμα  την  αιωνιότητα  αντικατόπτριζε  και  μια  μέρα…

Ανευλαβής  η  αθωότητά  σου,  αφορμές  να  συντήκει  και  πραγμάτωση,  την  αποστροφή  κέντριζε  των  περαστικών,  που  κόμπαζαν  δια  χαιρέκακης  νευρώσεως. Χαχανητά  φούντωναν  μ’  έμφαση  σκωπτική  τριγύρω.  Το  αισθητικό  σου  κρεμόταν  ενέργημα    απ’  την  υπόκωφη  βλαστήμια  της  εκτύλιξης  της  πλοκής.

Και  τον  βρήκες!

Την  ευτέλεια  να  κράζει  των  ερεθισμών  και  τη  συνάφεια   επιρρεπώς  ν’  αποφεύγει.  Αζύγωτος   πίσω  απ’  το  πανίσχυρο  της  αγανάκτησης.  Την  ένδεια  να  διαλαλεί  στη  διαπασών.  Ψυχοθεραπείας  παράσιτα  δεν  είχε  ν’  απλώσει.

Άρχισες  να  κλαίς.  Να  κλαίς!  Να  κλαίς!

Δεν  ανήκες  πια  ανάμεσα  στους  ανθρώπους.  Είχες  τόσα  πολλά  να  δώσεις…

Με  τρυφερότητα  αγόγγυστη  σε  περιδίνηση  τον  κάλεσες  διεστραμμένη,  όπως  θα  έλεγαν  οι  θρησκόληπτες  της  γειτονιάς  ερίτιμες  κυρίες.  Μακρύκανα  τα  λευκά  σου  σκέλια,  στου  πάθους  στόχευαν  τη  συσκότιση,   την  αγρυπνία  υπονομεύοντας  του  θανάτου.  Μοιραίοι  ήρωες  και  προσδοκίας  απελεύθεροι,  μεγαλουργούσαν  στ’  ονειροπαρμένου  τη  συναλλαγή.

Ανθόφορτος  ο  κάλυκας,  σκάγια  επώαζε  τ’  αυτόφωρου,  αίμα  στάλαζε  χαράζοντας  τις  στροφές  και  μ’  αυταπάρνηση  περιβάλλοντας  το  ρίγος  του.  Χόχλος  στης  φούστας  σου  τα  κρόσσια.    Εμπρηστικά  το  λίκνισμα  γυάλιζε  το  βραχώδες  της  υπάρξεως  κι  υπόνοια  αυθάδειας  υπέβοσκε  στο  αντιλάμπισμα.

Στο  λυκαυγές  η  επίφαση  μ΄ άνωθεν  θα  κληρωνόταν  προσταγή, αφού  ουδείς  ασφαλέστερος  εχθρός  του ευεργετηθέντος. Αστάθμητοι  πια  ήσαν  οι  καιροί!

Ακόμη  κι  αν  πέθαινες  την  επομένη,  αδιάφορο  σου  ήταν!

Αν  είναι  να  πεθάνεις,  να  πεθάνεις  γρήγορα,  διότι  η  αγωνία  κρατάει  πολύ  και  κάνει  πολύ  θόρυβο…

 

————————-

*Une     fois  le  but  ouvert,  les  bras  se  baissent=Μόλις  επιτύχεις  έναν  στόχο,  αδρανείς  θεωρώντας  τον  δεδομένο.

**Κείμενο  αλληγορικό,  το  οποίο  πραγματεύεται  τη  Μοναξιά  της  «γυναικείας   φύσης».  Η  συγγραφέας   εμπνέεται    απ’  το  άρθρο  του  Γιώργου  Χειμωνά  «Η αβοήθητη μοναξιά του άντρα»,  στο  οποίο   προσπαθεί,  σεβόμενη  την    αξεπέραστη  εγκυρότητα  του  αναφερομένου,  να  ανταπαντήσει  συνομιλώντας  με  τον  εαυτό  της.

***Υπάρχουν  αναφορές  σε  λογοτεχνήματα-έργα  Τέχνης-ταινίες  των  Ελύτη-Αγγελόπουλου-Αργυρίου-Νταλί-Μπος-Πεσσόα.

 

**** Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

 

Pages: 1 2

Leave a Reply