Αγαπημένε οδοιπόρε,
«Une fois le but ouvert, les bras se baissent»*, σου ‘λεγε ένας Γάλλος φίλος σου.
Κι ήσουν σίγουρη για τ’ αδηφάγο της επιβεβαίωσης. Είναι σαν να οραματίζεσαι τον Νάρκισσο σκυμμένο στις πηγές ν’ αυτοθαυμάζεται κι η αέρινη της Ηχούς μορφή να τρέχει στο κατόπι του.
Κι οι Όνειροι έπρεπε να επιστρέψουν στο σπήλαιό τους, να κολυμπήσουν στα γαλάζια νερά και να χαθούν στην απεραντοσύνη τ’ ωκεανού, κι όπως ο Μορφέας έπιανε τον Φοβήτωρ απ’ το χέρι να διαβούν μαζί την ατραπό τ’ αληθινού, πύλη σμιλεμένη από Κέρατο, τα στοιχειά απομορφοποιούνταν χάνοντας την πρωταγωνιστική τους δράση στην εικονογραφία, αλλά αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα της νυχτερινής κατήχησης, πολλά υποσχόμενο για επάνοδο που σε συνέπαιρνε σ’ ένα τεμπέλικο ανακλάδισμα κάτω απ’ τα σεντόνια.
Το εικονοστάσι είχε επιμελώς αποπεμφθεί σε γωνιά αραχνιασμένη. Στη θέση του, σαν αντιρρησίας συνειδήσεως είχες τοποθετήσει βότσαλα, να μπορούν οι επικές φαντασιώσεις σου να κάνουν γκελ στο λιβάδι που δάκρυζε γύρω απ’ το κρεβάτι σου. Επειδή όταν όλοι είκαζαν εφηβεία διηνεκή αντιπροσωπεύοντας L’Amour de Peirrot, το φωνητικό σου όργανο μόνο κρότους ράμφιζε στο διάφανο μα ραγισμένο της εικόνας που εξαφανιζόταν, αφού πριν απουσιάσεις απ’ την ερωτική επαφή αναρωτιόσουν πάντα αν ο αγαπημένος σου, οδοιπόρος ήταν του Μπος ή του Πεσσόα. Κι έτσι αποφάσισες αυτά που να σου αρέσουν, εν τέλει, να είναι και η μοναξιά σου.
Στο «μάτι της πόρτας» η κάμερα μ’ οπτική ευρυγώνια, σου επέτρεπε τη σκοτεινή να θωρείς φυσιογνωμία. Σίγουρα ένας κακόφημος άνεμος παρεμπόδισε το αρχικό του ταξίδι. Αντίξοη ακόμη κι η Υπέροχη που τον αγάπησε, με δυσμένεια υποδεχόταν τη στιγμή.
Σε πληγωμένο κύλισμα του πολιτισμού ο χειρώνακτας!
Πως να παραβλέψεις…
Τον παρατηρούσες να γυρίζει τις τσέπες του ανάποδα και να μουρμουρίζει ειρωνικά την περίφημη ρήση του ελληνικού κινηματογράφου «Στάσου μύγδαλα!». Ποτέ δεν εξωτερίκευε τις σκέψεις του, κύματα θεριεμένα, μη κι η Ηχώ παραμονεύει και τις διαλαλήσει στα πέρατα.
Ανήρ δίκαιος πλούτον ουκ έχει ποτέ, σκέφτηκες ευγενικά.
Ανάλογες ευσυγκίνητες μυθολογίες σ’ είχαν αδυσώπητα κατακρημνίσει, όταν τους αφροδίσιους εκπνευμάτωσες σπασμούς και τους προεικόνισες σε ρίμα, αρνούμενη να επιτρέψεις στα κέρατα της αθωότητας να σε σοδομίσουν. Έτσι για να επικυρώνει τ’ απρόοπτου η ψευδαίσθηση την εκσπερμάτωση του Καλού σου.
Μα εσύ δεν καταδέχτηκες να ζητήσεις απ’ τον Υπέροχο ούτε καν… μύγδαλα! Εκπτώσεις στις ουλές δεν κάνουν οι ερωτευμένοι, αφού την υποταγή των αισθήσεων στο υπηρετικό επίπεδο, που προϋπέθετε ο εγκλεισμός στην κιβωτό της Ανάγκης, αποστέργουν. Ανασήκωσες τους ώμους βαριεστημένα.
Από καιρό τώρα το κτηνώδες Γκόλουμ και το φιλεύσπλαχνο Χόμπιτ είχαν συμφιλιωθεί, παραδίδοντας τη σκυτάλη στο κατάμονο της ερημίας. Στείρα άπτερα έντομα είχαν στρατωνιστεί στις ράχες των δεικτών του ρολογιού, κρηπίδα άφθαρτη ο χρόνος για τη μνήμη και τις εμμονές της…
Ζήτουλας του φιλιού σου λοιπόν, τούτος ο άνδρας, απ’ το φρυγμένο της αυτοεξορίας. Να εισβάλλει στην ιδιωτική οδό σου, κι αν ήθελες να είσαι ειλικρινής καθόλου απρόσκλητος! Από δράκων κύκλους ανακτορικούς είχε σίγουρα σαν παραίσθηση δραπετεύσει, μ’ αποστολή κι υπόσταση να διασαλεύσει τους οιωνούς…
Πως να οικτίρεις ασκαρδαμυκτί ‘κείνο το «Σ’ αγαπώ», π’ υστερόφημα αψηφούσε καρπολογήματα;
Ο τρόμος σου βέβηλος μπρος στην αναμέτρηση: μύδροι σαν βλήμα αυτεπίστροφο στ’ ανεξιχνίαστο πύκνωμα της νόησης κι η οπισθοβασία επαλήθευση πειραματική.
Γι’ ατσάλι εκλιπαρούσε ή αστραπή οργόνης τούτος ο αινιγματικός βάτραχος, μην έψαυε το λιγοστό χορτάρι π’ ακροπατούσε στα χείλη ερμητικά κλειστά;
Κάτω απ’ τις μάσκες των βατράχων πάντα κρύβονται πρίγκηπες. Όχι οι νάρκισσοι, οι πολύδωροι, οι εξέχοντες. Μα οι βουλιαγμένοι στης ασφάλτου το αιρετικόν, οι ασάλευτοι στις νύξεις της ευεργεσίας, οι ακρωτηριασμένοι δίχως αγγείων απολίνωση.
Η παγωνιά της επίγνωσης μ’ αιφνιδιασμό δόλιο ρούφηξε τ’ ανυπόφορο, και τα δάχτυλα, π’ ακοίμητα καραδοκούσαν, αναγύρευσαν το μάνταλο.
«Αν κάνω ένα βήμα, είμαι αλλού…», μονολόγησες.
Pages: 1 2