Για την αυτοκτονία

Για την αυτοκτονία

ΜΕΡΟΣ 2ο

 

Προτού ν’ αύτοκτονήσω ζητάω νά μέ βεβαιώσει κάποιος ότι αύτό θά γίνει,  θά ‘ θελα νά ‘ μουνα βέβαιος γιά τό θάνατο. Ή ζωή δέ μού φαίνεται παρά σάν μιά συγκατάβαση στη φαινομενική διαύγεια τών πραγμάτων καί τήν ένωσή τους μέσα στό πνεύμα. Δέ νιώθω πιά τόν έαυτό μου σάν τό άναλλοίωτο σταυροδρόμι τών πραγμάτων, τό θάνατο πού γιατρεύει, γιατρεύει διαχωρίζοντάς μας άπ’ τή φύση, άλλά άν δέν είμαι πιά τίποτε παρά ένα σύμπλεγμα πόνων όπου τά πράγματα δέ βρίσκουν πέρασμα;

‘Αν αύτοκτονήσω, αύτό δέ θά γίνει γιά νά αύτοκαταστραφώ, άλλά γιά νά άνασυσταθώ, ή αύτοκτονία δέ θά ‘ ναι γιά μένα παρά ένα μέσο νά άνακτήσω βίαια τόν έαυτό μου, νά έπιχειρήσω μιά άγρια είσβολή μέσα στήν ύπαρξή μου νά ύπερβώ τήν άμφίβολη ύπεροχή τού Θεού.
Μέ τήν αύτοκτονία, φέρνω ξανά τό σχήμα μου μέσα στή φύση, δίνω γιά πρώτη φορά στά πράγματα τή μορφή πού θέλω.

‘Απελευθερώνομαι άπ’ αύτή τήν τόσο άσχημα συναρμολογημένη διάρθρωση τών όργάνων μου μέ τό έγώ μου, κι ή ζωή δέν είναι πιά γιά μένα μιά παράλογη συγκυρία όπου σκέφτομαι αύτό πού μού δίνουν νά σκεφτώ.
Διαλέγω πιά τή σκέψη μου καί τήν κατεύθυνση τών δυνάμεών μου, τών τάσεών μου, τής πραγματικής μου ύπαρξης. Τοποθετούμαι άνάμεσα στό ώραίο καί τό άσχημο, τό καλό καί τό κακό.  Κρεμιέμαι χωρίς κλίση, ούδέτερος, βασανιζόμενος  άπό τήν ίσορροπία τών καλών καί τών κακών παρορμήσεων.
Γιατί ή ζωή ή ίδια δέν είναι μιά λύση, δέν ύπάρχει στή  ζωή καμιά έκλογή, καμιά συγκατάθεση, κανένας καθορισμός. Δέν είναι παρά μιά σειρά άπό έπιθυμίες καί άντίρροπες δυνάμεις, μικρές άντιφάσεις πού έχουν κατάληξη, ή άποτυγχάνουν άνάλογα μέ τις περιστάσεις μιάς  μισερής συγκυρίας.

Τό κακό έχει άνισα κατασταλάξει μέσα σέ κάθε άνθρωπο, όπως ή μεγαλοφυία, όπως ή τρέλα. Τό καλό όπως και τό κακό είναι τό προϊόν τών περιστάσεων και μιάς λίγο-πολύ δραστικής μαγιάς.
Είναι βέβαια ποταπό νά είσαι δημιουργημένος, νά ζεις, νά αισθάνεσαι τόν έαυτό σου μέχρι μέσα στις πιό μικρές κρυψώνες, μέχρι μέσα στις πιό άδιανόητες διακλαδώσεις τού άμετάθετα προσδιορισμένου είναι σου.
Δέν είμαστε παρά δένδρα πάνω άπ’ όλα, και είναι ίσως γραμμένο σέ μιά κάποια γωνιά τού δένδρου της φυλής μου πώς θά αύτοκτονήσω, μιά όρισμένη μέρα. ‘Ακόμα κι ή ιδέα τής έλευθερίας τής αύτοκτονίας πέφτει σάν ένα κομμένο δένδρο. Δέ δημιουργώ μήτε τό χρόνο, μήτε τόν τόπο, μήτε τις περιστάσεις τής αύτοκτονίας μου. Δέν έπινοώ κάν τήν ιδέα της πώς θά ένιωθα τήν έκτέλεσή της;

Μπορεί αύτή τή στιγμή νά διαλύεται τό είναι μου, μά άν παραμείνει άνέπαφο, μέ ποιόν τρόπο θ’ άντιδράσουν τά κατεστραμμένα μου όργανα, μέ ποιά άπίθανα όργανα θά καταγράψω τό σπαραγμό μου;
Νιώθω τό θάνατο νά ρέει σά χείμαρρος πάνω μου, σάν τό στιγμιαίο σκίρτημα ένός κεραυνού πού τή δύναμή του δέν μπορώ νά συλλάβω.  Νιώθω τό θάνατο φορτωμένο μέ ήδονές, μέ στροβιλικούς δαιδάλους. Τί διαλογίζεται τό είναι μου μέσα σ’ όλα αυτά;

‘Αλλά νά, ξαφνικά ό Θεός σάν μιά γροθιά, σάν ένα κοφτερό δρεπάνι φώς. Αποχωρίστηκα μέ τή θέλησή μου τή ζωή, θέλησα νά σκαρφαλώσω ξανά πάνω στή μοίρα μου!
Αύτός ό Θεός μ’ έκανε ότι ήθελε μέχρι παραλογισμού· μέ κράτησε ζωντανό μέσα σ’ ένα κενό άπό άπαρνήσεις, άπό μανιασμένες άρνήσεις τού ίδιου τού έαυτού μου, κατέστρεψε μέσα μου μέχρι και τις μικρότερες ώθήσεις τής διανοητικής ζωής, τής αισθητής ζωής. Μέ κατάντησε νά είμαι σαν ένα μηχάνημα πού περπατάει, ένα μηχάνημα όμως πού θά αισθανόταν τό ρήγμα τής άσυνειδησίας του. Και νά πού θέλησα νά δείξω ότι ζώ, θέλησα νά συνδεθώ ξανά μέ τήν πολύβουη παρουσία των πραγμάτων, θέλησα νά συντρίψω τή μοίρα μου.

Κι έκείνος ό Θεός τί έχει νά πεί;

Δέν αισθανόμουνα τή ζωή, ή κυκλοφορία κάθε ήθικής ίδέας ήταν γιά μένα σάν ένας ξεραμένος ποταμός. Ή ζωή δέν ήταν γιά μένα ένα άντικείμενο, ένα σχήμα· είχε γίνει γιά μένα μιά σειρά άπό συλλογισμούς. Συλλογισμούς όμως πού έπεφταν στό κενό,  συλλογισμούς πού δέν όδηγούσαν πουθενά, πού ήταν μέσα μου σάν πιθανές «σκιαγραφήσεις» πού ή βούλησή μου δέν έφτανε νά όλοκληρώσει.

Μάλιστα γιά νά φτάσω στήν κατάσταση τής αύτοκτονίας,  πρέπει νά προσμένω τήν έπιστροφή τού έγώ μου, μού χρειάζεται ή έλεύθερη κίνηση όλων τών άρθρώσεων τού είναι μου.
Ό Θεός μ’ έταξε μές στήν άπελπισία σάν σ’ έναν άστερισμό άπό άδιέξοδα τού όποίου ή άντινοβολία καταλήγει σέ μένα. Δέν μπορώ μήτε νά πεθάνω, μήτε νά ζήσω, μήτε νά μήν έπιθυμώ νά πεθάνω ή νά ζήσω.

Κι όλοι οί άνθρωποι είναι σάν καί μένα…

 

 

 

*Απόσπασμα από το έργο «Η μεγάλη μέρα και η μεγάλη νύχτα» του Antonin Artaud, με τίτλο «Για την αυτοκτονία» και σε μετάφραση του Στέφανου Ευθυμιάδη.

 

*Το 1ο Μέρος αφορά σε ατιτλοφόρητη απάντηση τού Antonin Artaud στην έρευνα που έγινε από την Σουρρεαλιστική Επανάσταση (La Révolution Surreàliste), έρευνα που δημοσιεύθηκε στο ίδιο τεύχος 2. Τό δακτυλογραφημένο αντίγραφο  αυτού του κειμένου που φέρει χειρόγραφες διορθώσεις τού Antonin Artaud βρίσκεται στη φιλολογική βιβλιοθήκη Jacques Doucet.
Το 2ο Μέρος δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Le Disque Vert», 3ος χρόνος, τεύχος 1, 4η σειρά, Γενάρης 1925.

 

*Μουσική: Samsara Blues Experiment-double freedom

 

 

*Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

Pages: 1 2

Leave a Reply