Γένους Θηλυκού

Γένους Θηλυκού

Η Άνθρωπος

 

Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.

Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα, εγώ ή εκείνος;
Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καϋμός;
Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.

Πώς θα δω το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν’ αρμοστώ.

«Ότι διά σου αρμόζεται
γυνή τω ανδρί.»

Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.
Τι θα γίνει που τόσο καλά,
τόσα πολλά ξέρω και γνωρίζω καλλίτερα,
πως απ’ το πλευρό του δεν μ’ έβγαλες.

Και λέω πως είμαι ακέριος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι εγώ έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτε, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ’ τον ήλιο
κι έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ’ εκείνον ν’ αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δε θέλω να περιμένω.

Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δι’ εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν’ αγαπώ,

εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.

 

 

 

Για ένα παιδί που κοιμάται

 

Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο.

Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο,

Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες,

Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες

Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος

Κοντά στη σκάρα του ατμού,

Με του αδελφού του το παλτό σκεπασμένος

Ξεκουράζεται.

Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια

Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το κόκκινο.

Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη αγανάκτηση.

Περιμένει το επόμενο φανάρι.

Τίμια κερδίζει έτσι και ψωμί

Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα,

Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα.

Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,

Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω του

Γυναίκειο μαντίλι για το κρύο,

Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα

Μόλις θυμάται.

Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του,

Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.

Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας,

Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου

Ενός ανίκητου στρατηλάτη,

Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη,

Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη.

Καμιά φορά πιο εγκάρδια

Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας,

Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4

Leave a Reply