Γένους Θηλυκού

Γένους Θηλυκού

Ετούτος είναι ο τόπος της ζωγραφικής

 

Ετούτος είναι ο τόπος της ζωγραφικής
ετούτος είναι ο τόπος της ποίησης
Τα δέντρα το χειμώνα είναι γυμνά από τα φύλλα τους, μ’ από κάθε κλαρί όλων των δέντρων στους μεγάλους δρόμους και στα σοκάκια (στους μικρούς) και στις πλατείες φυτρώνει μια ρεμβαστική
ποίηση χλωρή, αν και είναι τόσο κρύος ο χειμώνας
Τα σπίτια είναι μαυρισμένα απ’ όλες τις σκιές
Με κυνηγάει ο τόπος μου
Με κυνηγάει ο τόπος μου
εδώ
στην πόλη της ζωγραφικής
εδώ, που τον χειμώνα
από κάθε κλαρί δέντρου στη λεωφόρο, στα δρομάκια, στις πλατείες
φυτρώνει μια ποίηση λίγο ρεμβαστική
εδώ που οι πέτρες
είναι κλήματα
τα τσαμπιά τα είδα
Μα εμένα με κυνηγάει ο τόπος μου
εμένα που δεν ξέρω ν’ αγκαλιάσω
με κυνηγάει το παιδί
εκείνο που θα ’πρεπε να ’χα γεννήσει
αντί να κρύβουμαι ξεφεύγοντας μες σε τίποτε ράφια μαγαζιού,
ή μες στον Proust και τις aubépines
ίσως να με κυνηγάνε μάλιστα δυο τρία παιδιά
εμένα με κυνηγάει ο Διόνυσος
και στην Ελλάδα μια φορά
λίγο έλειψε να με πιάσει, στη Βάρκιζα
μα ποτέ δεν μπόρεσα να σταθώ
να πω − να με εδώ θέλω να με πάρεις
τον γυμνό εαυτό μου
είμαι ένα ράφι γωνιακό
ό,τι και ν’ ακουμπήσεις απάνω μου
πέφτει

 

 

 

Είμαι τρελλή να σ’ αγαπώ

 

 

Είμαι τρελλή να σ’αγαπώ αφού πια έχεις πεθάνει,

να λυώνω στη λαχτάρα των φιλιών,

να νιώθω τώρα πως αυτό που μούδωκες δε φτάνει,

δε φτάνει η δρόσος των παλιών.

Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω, ό,τι μου λείπει.

Να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό

κι έτσι να δέρνομαι μ΄αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι

στα μάτια σου την τρέλλα να ρουφώ.

Τι θ’απογίνω αγαπημένε, πού θα σε ζητήσω;

’λλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου,σκιές.

Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω.

Με τόνειρό σου, οι πίκρες μου γλυκές.

Πού νάσαι;Τι ναπόμεινε από σε να το ζητήσω;

Πού νάναι το στερνό μου αυτό αγαθό;

Ώ, δε μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι΄αυτό να ζήσω

και μάταια καρτερώντας να χαθώ.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4

Leave a Reply