Γεννήθηκα με επτά δάχτυλα στα άκρα
Αλλά έκοψα τα δύο
Με το ψαλίδι απ’ τα ραφτικά
Είμαι το Νο 7203
Δεν ξέρω πως τα καταφέρνω
Χωρίς ιδιαίτερο κόπο
Κλειδώνομαι πάντα έξω απ’ το δωμάτιο
Η πουτάνα η Λογική κρεμά τα ρούχα μου στο παραβάν
Η Αστυνομία γεμίζει μώλωπες το δέρμα μου
Δέκα μου χώνουν χάπια οι Γιατροί στο λαρύγγι
Μ’ ενοχλεί που δεν θυμάμαι
Που έχω αφήσει τα Κλειδιά
Έναν πολύχρωμο χάρτη των Τροπικών
Πέτρινα Τείχη
Κάπου κλειδώνει το ατμόπλοιο
Και αγκυροβολεί
Όλα μοιάζαν ανυπόφορα
Στροφές και Κύμα
Ξεκοίλιασα τον Εραστή μου
Μ’ ένα κομμάτι σπασμένο καθρέφτη
Ραμμένο στην εργολαβική προδιάθεση
Είδατε Κύριοι τους «επαίνους» μου κρεμασμένους στον τοίχο
Πλήρωσα λύτρα πολλά το Μέλλον να εξαγοράσω
Κόμματα και Τελείες της «Ιστορίας» παπαγάλισα
Κερμάτισα των Ποιητών Μυστήριον στις Πανελλήνιες
Μούσκεμα στον Ιδρώτα προϊόντα πούλησα επιτυχώς
Λιανικής και Χονδρικής
Προϊόντα υλικά-τραπεζικά-ομολογιακά-ασφαλιστικά
Εισέπραξα bonus κι ας σιχαινόμουν
Σιχαινόμουν του Προϊσταμένου τα κορακίσια μαλλιά
Όλα μοιάζαν ανυπόφορα
Ακόμη κι ο Θυρωρός που λαγοκοιμόταν
Κι οι Τραυματιοφορείς σιωπηλοί λόγω ευγένειας
Συνήθως έπιανα κουβέντα για τον«Πολιτισμό» και…
Στροφές και Κύμα
Βγήκαν ξάφνου τα Μαύρα μου Φτερά
Το Υπογάστριο πολύ μαλακό
Έχεις ακουμπήσει;
Ναι! Τι λέγαμε;
Α! Ναι!
Λοιπόν τον ξεκοίλιασα ν’ απλώσω στο δέρμα του Αίμα
Πάντα ήθελα να ζωγραφίσω στην Πλάτη του
Έναν πολύχρωμο χάρτη των Τροπικών
Διαφωνούσε και μ’ εκνεύριζε
Με εκνεύριζε ρε φίλε
Μου την έσπαγε
Χείμαρρος τα χρώματα απ’ τη Γλώσσα μου
Και ξαφνικά με φώναζε με κάτι άσχετα ονόματα
Δεν ξέρω γιατί το αποφάσισα τώρα
Παρ’ όλο που μ’ απασχολούσε συχνά και στο Παρελθόν
Μάλλον επειδή δεν ήξερε το χρώμα των Ματιών μου
Δε γνώριζε το χρώμα των Ματιών μου
Φρίκαρα σου λέω
Μέχρι κι η αναπνοή μου άρπαξε Φωτιά
Πέτρινα τείχη κι άκούω τον Ήχο του Καπνού στην πίπα
Κάπου κλειδώνει το Ατμόπλοιο και αγκυροβολεί
Βγήκαν ξάφνου τα «Μαύρα μου Φτερά»
Μάγισσες μου τα πούλησαν κάποτε απ’ τα Φίδια να σωθώ
Σαν ένα πρωί είδα Χελώνες κι ανθρώπινα Κορμιά
Απ’ τα Λιμενικά τεμαχισμένα
Σαν ένα Δείλι είδα Παιδιά στη Βία χωρίς απανεμιά
Από Χαρτοφυλάκια κι Οθόνες ρημαγμένα
Όλοι νίπταν τας χείρας τους κοιτάζοντας τη «δουλειά» τους
Μέσα σ’ όλες τις Ύαινες που τρώγαν τα σωθικά τους
Κι αυτός δε γνώριζε το χρώμα των Ματιών μου
Φρίκαρα σου λέω
Τράβηξα πολλές μαλακίες
Στις Εξιστορήσεις
Και δεν έμεινε Τίποτα για σένα
Μην πάει ο Νους σου Κακό
Είμαι Εκπρόσωπος της Ράτσας
Καταχρηστικά
Μην πάει ο Νους σου Κακό
Έχωνα τα δάχτυλα στις τρύπες τ’ Ουρανού
Κι έφτυνα ένα σάλιο ΜΩΒ μέσα στη λαμπερή Παραφροσύνη
Το υπογάστριο, πολύ μαλακό, αλλάζει διαρκώς κρυψώνες
Έχεις ακουμπήσει;
Μια έκρηξη με μελαγχολική διάθεση
Το αγγίζεις και περνάς απέναντι
Μετά δεν μάζεψα ούτε τα αίματα απ’το πάτωμα
Οι πατούσες μου εντόπιζαν μιαν αλλόκοτη Παρθενογένεση
Κι ήθελα μόνο να βαφτώ για να ‘μαι ακριβοδίκαιη
Στην Κόλαση βυθισμένη να αυτο-ανεραιθώ
Γι’ αυτο πήρα Κόκκινο Κραγιόν
Κόκκινο Κραγιόν
Κόκκινα Μαλλιά
Πιάσε την Ακτογραμμή
Πιάσε την Ακτογραμμή
Το άβολο θα δικαιωθεί
Εκεί η Αγωνία σου
Θα είναι Αθάνατη
Εκεί μόνο η Αγωνία Σου
Αθάνατη θα ‘ναι
Και όλο το Άβολο που ένιωσες
Θα δικαιωθεί
Πως τρίζει ξάφνου η Πόρτα ανατριχιαστικά
Μες στο σκοτάδι δεν μπορώ να βρω τα ρούχα μου
Ανακουφίζομαι λίγο όταν σκορπάω σε κομφετί
Την αίσθηση πως κάποιος μ’ έβαλε στη Δοκιμασία τούτη
Ίσως και να ‘χω αποτύχει
Ίσως πάλι σ’ ένα Σταθμό Μονάχη να παγιδεύονται
Με πρόσωπο τεντωμένο κι έκφραση ανήσυχη οι Στίχοι
Την Ακινησία του ν’ αμαυρώσουν
Πρέπει να βρω μια δικαιολογία για τον «Επιθεωρητή»
Στην εσπερινή καμπάνα περνά κι αναζητώντας
Νεκρούς με την προσήλωση Σοφού Άγριας Φυλής
Μάλλον τον είχα γλυτώσει
Απ’ την Τηλεματο-Σύνθεση, πρώιμη ίσως να εποφθαλμιά την περιοχή
Μέσα απ’ τα έντερά του βγαίναν σκουλήκια
Τα ‘βλεπα να κολυμπάνε σου λέω
Το Αίμα έγινε πουά
Λευκά αυτά και Κόκκινο αυτό
Μια λάθος κίνηση και μπάταρε ο Jean-Baptiste Clamance
Πως σε μεταμορφώνει ένα γέλιο νευρικό
Με πείσμα να διεκδικεί τα μέγιστα
Δέκα Φρίκες για πρωινό με την Αυγή
Ποιος αναμέτρηση με τον Καβαλάρη θέλει
Το ίδιο το Δάσος μας σπρώχνει στην «Αιώνια Επιστροφή»
Με Σύγχρονο ύστατο τον Χρόνο σε Καμμένη Γη
Μέσα στ’ αποκαΐδια Μόνη του Ανέμου η Πνοή
Η Μήνις του Κεραυνού πάνω σε Βούληση ηρωική
Γι’ αυτούς που στο Γκρεμό και την Αντάρα
Υπέρμετρα σταθήκαν Ικανοί
Για Εραστές μπογιατισμένους του Κόσμου τούτου
Σε πρίσμα η πολυχρωμία τους αντιφεγγίζοντας
Για Ερωμένες που προλαβαίνουν τα Σημάδια με ματσέτα
Σε σκάλωμα δύσβατο ποδοκροτώντας σιγηλά
Με μίσησαν πολλοί
Νιώθω το Μίσος πολλών πάνω στην πλάτη
Ίσως τελικά να ‘γραψα κάποιους καλούς Στίχους
Μένα μ’ αρέσει να κυλιέμαι
Σε Υψικάμινους
Σε Μάντρες Οικοδομών
Σε Ορυχεία
Μένα μ’ αρέσει να ‘χω όλο το Μίσος του Κόσμου
Βάρος ασήκωτο στην Πλάτη
Να χορεύω κι Ούλοι να με κοιτάζουν
Η Φούστα μου ν’ ανεμίζει και να γυρίζουν τα Κεφάλια
Μ’ αρέσει να αξιώνω την Επιστροφή μου
Δε γνώριζε τι χρώμα έχουν τα Μάτια μου
Φρίκαρα σου λέω…