Ερινύες
Ω! Γης και Ουρανέ
Λυσσάμε απ’ την Οργή
Κι άκουσε το Θυμό μας, μάμμη Νύχτα
Σ’ ήλιους να λυώνει κακόβουλους
Και τρομερούς
Κλυταιμήστρα
Δικός μου είναι ο Αγαμέμνων και νεκρός
Βοτάνια απ’ τη Γη θρεμμένα
Φαρμάκια απ’ τη Θάλασσα βγαλμένα
Μέγαιρα
Γυναίκα πονηρή γαυγίζοντας και τα ήμερα ερεθίζεις
Κι ενώ την κλίνη του ατίμαζες στήνοντας καρτέρι
Φόνο σχεδίαζες για τον Γενναίο
Που από τον πόλεμο εγυρνούσε
Αίγησθος
Για αιματοστάλαχτες Πληγές ακάλεστος δεν ήρθα
Ποιός έφερε το μαντάτο πως πέθανε ο Ορέστης
Μα τίποτ’ απλέρωτο δεν μένει απ’ τους Θεούς
Κι ας έπρεπε Γυναίκα να δολώσει
Ενώ εγώ.Ύποπτος εξ αρχής κι Εχθρός παλιός
Άθικτος να στέκω
Κλυταιμνήστρα
Μη σκιάζεσαι Αίγησθε
Πολίτες που γαυγίζουν, δεν δαγκώνουν
Ώρα στο Κυβερνείο να σκαρφαλώσουμε οι δυο μας
Μέγαιρα
Ύβρις να λοιδορείς έναν νεκρό
Είθε η δίκαιη Οργή στα πέτρινα σαγόνια να σ’ αρπάξει
Ή Φως για Λευτεριά θ’ ανάψει στους Βωμούς
Ή μια για πάντα οι Θησαυροί του Ατρείδη θα ραΐσουν
Ερινύες
Μη μας ξεφύγη απλέρωτος της μάμμης ο φονιάς
Κακοί άνεμοι συνέχεια στο Δεντρί του
Να ‘τον
Να ‘τον
Ξύπνα
Κοιμάσαι;
Ξύπνα
Με πλούσιο θερισμό
Μη μας ξεφύγη απλέρωτος της μάμμης ο φονιάς
Ορέστης
Γυναίκα αλλαλιασμένη από τρομάρες νυχτοπλάνητες
Κλυταιμνήστρα
Ποιός Ξένος να εκδικηθεί το Κρίμα
Αν όχι στα Μύχια γλυκειάν έγνοια
Ο Ορέστης
Κι αφού το θραψερό μου στήθος ξέχασε
Που άρμεγε το γάλα
Τσεκούρι φέρτε αντροφόνο
Και οι χρησμοί θ’ αποφασίσουν
Σε ποιόν από τους δυο
Τη νίκη θα πιστώσουν
Ορέστης
Ο Ξένος όπου κι αν ταφεί
Στα Ξένα έρμος παραμένει
Κι όπως στη Δυστυχία μ’ εγέννησες
Με τη λαλιά του Παρνασσού και την Ψυχή του Δράκου
Να ‘σαι λοιπόν Φόνισσα του πατρός μου
Κλυταιμνήστρα
Απ’ την Κοιλιά μου βγήκατε με τον κουλουριασμένο Όφη
Μονομαχήσατε για το βυζί, που σ’ έχει θρέψει
Πόσο αληθινός του Ονείρου ο τρόμος
Ορέστης
Διπλό Λιοντάρι τώρα στη βαρύδικη Δίκη
Τα πατρογινικά μου από τα νύχια της φθοράς να σώσω
Κλυταιμνήστρα
Σύνεση είναι να φυλάγεσαι από άγριες κατάρρες Μάνας
Φωνή Απόλωνα
Τολμάτε να ξεσκίζετε Ικέτη στο Ναό μου
Πρόσφυγα που τον όρισε το «Φρούρημα της χώρας»
Ερινύες
Το Αίμα της μάνας του μας σέρνει
Κι όπως με το σπαθί της έκοψε το σβέρκο
Δίχως χαρά ποτέ στα στήθια του να μάθει
Τον Ίσκιο ν’ αψηφά
Μόνο σφαγμένος σε Βωμούς
Δίχως χαρά ποτέ στα στήθια του να μάθει
Τον Ίσκιο ν’ αψηφά
Φωνή Απόλωνα
Και τη γυναίκα που ‘σφαξε τον άντρα της
Δεν είδα να κυνηγάτε
Ερινύες
∆εν έσφαξε ομόαιμο
Κι όσο για το «εγρήγορον»
Ούτε «Άθικτο κερδών» μήτε «σεμνότατον» εφάνη
Αφού τον Μητροκτόνο έβαλε στα Φτερά του
Κλυταιμνήστρα
Όλους μες στην αγκάλη σου θα μας χωνέψεις Μάνα Γη
Αντάρα στα ματόφυλλα σήκωσες βαριά
Μέγαιρα
Κι όπως με δόλο με ποτίσατε με τη σφαγή του Αφέντη
Με τη σφαγή του Αφέντη
Με δόλο με ποτίσατε
Με τη σφαγή του Αφέντη…
Κλυταιμνήστρα
Με δόλο ήρθε η ώρα
Πάλι να σφαγούμε
Ερινύες
Ψάξε παντού
Γρήγορα πέρα απ’ τη θάλασσα
Πέρα απ’ τη θάλασσα
Νάτος!
Νάτος!
Νάτος!
Απλήρωτος μη μας ξεφύγει
Ορέστης
Γκέμια ο Νους δεν έχει
Στον Κόσμο διαλαλώ πως σκότωσα με το δίκιο
Ξεσκλάβωσα τη Χώρα απ’ την Κατάρρα των θεών
Μέγαιρα
Αίμα Νωπό
Νωπό Αίμα
Αίμα Νωπό…
Ορέστης
Σκύλες οργισμένες
Δεν τις βλέπετε;;;
Μέγαιρα
Αχνίζει ακόμη
Ορέστης
Φριχτό παιδοφάγωμα
Κατάρρες της Μάνας
Τι θέλετε;;;
Μέγαιρα
Σωτηρία ή θάνατος;;;
Θάνατος
Θάνατος…
Ορέστης
Άναξ Απόλλων
Απόλλωνααααααααα
Ορέστης
Έμαθα πια απ’ τις Συμφορές
Πότε είν’ η ώρα να μιλώ
Και πότε να σωπαίνω
Αγνό το στόμα μου μιλεί
Στην Αθηνά να ‘ρθει βοηθός μου
Ερινύες
Μάτι δε θα κλείσω
∆εν θα τον αφήσω
Το Αίμα του κορμιού του θα ρουφήξω
Με τους Φονιάδες στον κάτω Κόσμο να σαπίσει
Να σαπίσει
Το Αίμα του κορμιού του θα ρουφήξω
Και μόνος δικαστής ο Μέγας Άδης