Ερημιά

Ερημιά

Η τελευταία εντολή

Ερχόταν μες στη νύχτα ο θρήνος απ’ τ’ άδεια ποτήρια των αλκοολικών, αισχρές επιθυμίες με λιάνιζαν στο πλυσταριό, μα έφτανε ο ίσκιος μιας αράχνης, για ν’ανοίξει στον τοίχο ουράνιες μελωδίες, έστεκα όρθιος στα σκαλοπάτια, έτρεχα να τους παραγγείλω καφέ, γι’ αυτό κι εκείνοι δεν κοίταζαν τον ουρανό, να μη με δουν να κάθομαι στα δεξιά Του., μόνο η γριά έβαζε λιβάνι στο θυμιατό και σκαρφαλωμένη στον καπνό κοιμόταν μαζί μου.

Ήταν αστροφεγγιά και τα παιδιά περίμεναν να μιλήσουνε τα ζώα, εγώ στη μέση των χωραφιών, τόσο λυπημένος που θα μπορούσε να περάσει από μέσα μου ένα κοπάδι πουλιά, τρώγοντας όλη την καρβουνόσκονη στους έρημους σταθμούς με τους ξεχασμένους, βγήκα στην αγορά και δεν είχα τίποτα να πουλήσω, και πούλησα τις εξομολγήσεις μου στο έλεος των αυριανών ημερών.

Όταν πια κάθισα να ξεκουραστώ ήταν αργά για όλα, ο άνεμος έφερνε τις καμπάνες, η μέρα ξαναγύριζε – κι όμως εμένα μ’ είχαν διώξει, εγώ που για μια νύχτα έγινα γυναίκα κι έβγαλα μαστούς, για να θηλάσω μέσα στα χωράφια έναν παλιοζητιάνο που ψυχορραγούσε και ζητούσε τη μητέρα του.

Εκείνη τη νύχτα άδεισα τόσο, που όταν μου πέταξαν το μαχαίρι δε βρήκε που να καρφωθεί.

~ ~ ~

Δολοφονία

«Ποιος είναι;», «ησύχασε, κανείς» είπε, οι μύγες πνίγονταν μέσα στ’ απομεινάρια του κρασιού, σκεπάζοντας με μαύρες κηλίδες τη λάμψη του φθινοπώρου, «που πάμε;» ρώτησα, «σ’ έπαιξα», είπε «κι έχασα»,

τ’ αγάλματα μου γνέφαν, μα ήταν κάτι το ανεξήγητο, που το ξέρουν αλήθεια, αναρωτιόμουν, και τις νύχτες έσκυβα, «είσατε καλά;» ρώταγα, γιατί εγώ δεν είχα θάψει τους νεκρούς μου,

η αμαρτία μου ήταν ότι προσπάθησα να ξεφύγω το πεπρωμένο, γέμισα ξανά τα ποτήρια, «πιες κάθαρμα» είπα, παλέψαμε με λύσσα πάνω στο χαλί, κι όταν με πέταξε απ’ το παράθυρο, μια μακρινή γυναίκα άνοιξε το φεγγίτη και με σκέπασε με τα βλέφαρά της,

τότε φάνηκε το φεγγάρι, έπρεπε να βιαστώ, έπρεπε να κρύψω όλα αυτά τα πτώματα που πλημμύριζαν το υπόγειο – Θεέ μου, πόσες φορές με είχαν σκοτώσει,

κι όπως άνοιξα την πόρτα, είδα πάνω στο τραπέζι σαν χυμένο κρασί το μακρινό μας ταξίδι, «αν ξανάρθω, θα συναντηθούμε άραγε;», είπε, «ναι», του λέω, «γιατί εγώ θα βρίσκομαι πάντα στην άκρη».

~ ~ ~

Βουβά πρόσωπα

«Μη φεύγεις» του λέω, μα εκείνος είχε κιόλας ξεκινήσει με τους άλλους κατάδικους, μου άφησε μόνο το χέρι του, που συχνά με κράτησε στην άκρη της γέφυρας, ένα άρρωστο άλογο σάπιζε στην άκρη του δρόμου, και τις νύχτες άκουγα τους ανεμοδείχτες που το βοηθούσαν ν’ αλλάξει πλευθρό,

θυμήθηκα το πρώτο βράδυ που θάψαμε τον πατέρα – πως τον μισούσα γι’ αυτόν τον βρώμικο ρόλο του υπηρέτη, που έπαιξε, ανοίγοντας την πόρτα μας στο μεγάλο σκοτάδι,

ερημιά, και μόνο οι ραγισμένοι τοίχοι άφηναν να φαίνονται τα φοβερά, βουβά πρόσωπα, που περνάμε κάποτε πλάι τους,

Εκεί έζησα τόσο μονάχος, που άκουσα τις άλλες φωνές, κι όταν νύχτωνε, οι νεκροί μου κλέβαν την κουβέρτα και πλάγιαζαν έξω απ’ την πόρτα, ώσπου ξημέρωνε και σταυρωνόταν πάνω μου το λάλημα του πετεινού.

  • Απαγγέλλονται ποιήματα από το βιβλίο Τάσος Λειβαδίτης, «Ποίηση 1972-1977», Τόμος 2, Εκδόσεις Μετρονόμος, Αθήνα 2015.

 

 

 

Για τη μίξη μουσικής χρησιμοποιήθηκαν:

  • Esbjörn Svensson – Reminiscence Of a Soul

  • Hauser – Albinoni Adagio

  • Stravinsky – Rite of Spring Opening

  • Tchaikovsky – Valse Sentimentale

  • Vangelis – Rachel’s Song – Sunset

  • Yann Tiersen – L’absente

  • Zbigniew Preisner – L’Aurore

 

 

 

  • Φωτογραφία: Μαρία Ζουρνή

 

 

Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

Pages: 1 2

Leave a Reply