Ερημιά

Ερημιά

Έρημος Σταθμός

Μόλις πέθανα, βγήκα απ’ το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού σπιτιού, το σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλεγε το παλιό τραγούδι των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολουθούσαν τα τραίνα, κι εγώ δεν είχα που να πάω κι αποκοιμήθηκα στα χέρια των τυφλών, που εντούτοις άναβαν τη λάμπα,

(Η κραυγές της Ερημιάς)

      1. Ερημιά - Τάσος Λειβαδίτης

ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις,

όταν τέλος έφτασα στο σταθμό, είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο φοβισμένος που αν μ’ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φανεί ο Θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. Κι εμείς έπρεπε να κάνουμε ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την πρόσεχε είχε μάθει να πετάει, για να μην της ερώνει το χαλί, φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν είχανε καμμία απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο μακρυά κι απ’ τους νεκρούς κι ο αμαξάς των παιδικών καιρών έξω απ’ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμαρωμένα άλογα.

~ ~ ~

Αλκοολισμός

Κρατούσα μια λάμπα και κατέβαινα τη σκάλα, έπρεπε να ανακαλύψω ποιος είμαι, τι είχα κάνει στο παρελθόν, και το σπίτι πως έστεκε ακόμη, αφού εμείς είχαμε κάποτε γκρεμίσει όλους τους τοίχους, για να χωρέσουν εκείνοι που έφευγαν,

στο βάθος, σακάτηδες χωρίς χέρια παίζαν την τύχη μου στα χαρτιά, ο Ιησούς των μεθυσμένων περνούσε το βράδυ μες στα θαμπά φανάρια, κι έπαιρνα από πίσω τον φονιά σκουπίζοντας τα ίχνη του πάνω στο χιόνι, γιατί τώρα ήξερα, κι η γυναίκα, όταν πήγα να την αγκαλιάσω έκανε μια μικρή κίνηση και μπήκε σε μια δική της πόρτα, κλειστή, αφήνοντάς με έξω.

Δώσε μου, Κύριε, να ‘μαι νεκρός και μεθυσμένος.

Άσε μου μόνο τ’ άστρα, που ήταν το ίδιο φιλικά ακόμα και στους δρόμους που πυροβολούσαν.

~ ~ ~

Απλά Συμβάντα

Ήταν φθινόπωρο, Ιουστίνης μάρτυρος της παρθένου, γιορτή παρακατιανή, αλλά για μας, τους παρακατιανούς και τους παρθένους του φτωχοκομείου, ευώδιαζαν οι στάβλοι, εγώ είχα ένα μόνο πρόσωπο, γι’ αυτό και μ’ έκλεισαν στο άσυλο, κι Ιωνάθαν τόσο φοβισμένος, που οι πόρτες υποχωρούσαν μόνες τους. Είναι από τότε, ίσως που τη νύχτα των Θεοφανείων ανοίγουν οι ουρανοί.

Στο αντικρυνό καπηλειό πίναν ένα κρασί στο πόδι οι αμαξάδες κι ύστερα παραμέριζαν τις μύγες κι έμπαιναν να κοιμηθούν μες στις πληγές του Ιώβ. Εκείνο που λίγο τον δυσκόλευε, έλεγε, ήταν τ’ άλογα.

Ήταν εκεί κι ο παιδοκτόνος με το άκακο βλέμμα, «γιατί σκότωσες;» ακούσαμε μια νύχτα να τον ρωτάει ο Θεός, «τα παιδιά, Κύριε, πρέπει να μένουν αγνά» είπε, και κάπου, μακριά, αναστέναξαν μέσα στον ύπνο τους τα παιδιά, που έπρεπε να μεγαλώσουν. Το άλλο πρωί βρήκαμε έξω απ’ την πόρτα του ένα κερί, μια παιδική ζωγραφιά κι ένα τσεκούρι.

Έκείνη τη νύχτα, όταν όλοι κοιμήθηκαν, άνοιξα την πόρτα σιγά και μπήκαν μέσα οι Τρεις Μάγοι, τα σκυλιά τούς μύρισαν και σώπασαν, εμείς κάθε μέρα κάναμε το θαύμα και χορταίναμε μ’ ένα βρεγμένο πήλινο πιάτο, βοηθούσε, βέβαια, κι ο βούρδουλας, μα πιο πολύ ο Ιησούς, αθέατος φυσικά για τον φόβο των Ιουδαίων.

Ήμαστε πολλοί οι δυστυχισμένοι εκεί, στο μαγειρείο βοηθούσε ο άγιος Συμεών, γιατί όχι, λέγαμε, αφού ο διευθυντής είναι ο διάβολος, να μην είναι κι εκείνος ο άγιος Συμεών. Κι η ραχητική Ελισάβετ, η πανάρχαιη υπηρέτρια, που είχε σφουγγαρίσει όλή την Κόλαση, και τώρα, όπου άγγιζαν τα χέρια της, κυμάτιζαν τα ήρεμα στάχυα.

Το ίδιο βράδυ, βοηθούντος του αγίου Συμεών, το φτωχοκομείο πήρε φωτιά. Κι έβλεπε κανείς έναν πρωτοφανή συνωστισμό, στην είσοδο του παραδείσου.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2

Leave a Reply