Ο Eugène Ionesco γεννήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, 26 Νοεμβρίου 1909, στη Ρουμανία.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια, «ευτυχισμένα» όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος σε συνέντευξή του στην Claudine Chonez το 1975, στη Γαλλία, απ’ όπου και η καταγωγή της μητέρας του, ενώ μεταφέρθηκε στα 13 του χρόνια στη Ρουμανία, τόπος καταγωγής του πατέρα του, όπου και έζησε την εφηβεία, τα «δυστυχισμένα» πλέον χρόνια όπως τα αποκαλεί, αλλά και τη στρατιωτική του θητεία, για να αυτοεξοριστεί έκτοτε στην Γαλλία δια παντός μην αντέχοντας την καταπιεστική διακυβέρνηση του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Στο έργο του πραγματεύεται το παράλογο στηλιτεύντας τον ιδεολογικό κομφορμισμό, ο οποίος σκεπάζει απειλητικά την παγκόσμια επικράτεια κατά τον 20ο αιώνα.
Η Σκέψη του αντιστρατεύεται κάθε μορφή ολοκληρωτισμού, ο οποίος οδηγεί τους ανθρώπους σε αποξένωση και αδυναμία-ματαιότητα επικοινωνίας.
Ο 20ος αιώνας άλλωστε χαρακτηρίζεται από το πρόταγμα του «ανθρωπισμού», ο οποίος εμφανίζεται ως προϊόν κεφαλαιώδους αναδίπλωσης, που συμβαίνει στην καρδιά των πλέον απάνθρωπων γεονότων. Ακριβώς όπως παρατηρείται με τη χρήση-προώθηση του Ελέους από τα θρησκευτικά δόγματα κατά την επικράτησή τους, ο «ανθρωπισμός» τρέφει τον άνθρωπο σε συνθήκες Λιμοκτονίας, η οποία συντελείται καταμεσής σ’ ένα διάχυτο και περιρρέον φαγοπότι.
Στον αποκτηνωμένο Κόσμο κινούνται εξανδραποδισμένες μηχανικές καρικατούρες, Είναι αυτό που εξηγεί ο Austin με τον όρο «τελεστικός» για τη Γλώσσα ως «μετρήσιμη αποδοτικότητα σε σχέση input-output στο πλαίσιο ενός συστήματος». Αυτή ακριβώς είναι πλέον η «τελεστική οντότητα» του ανθρώπου, μία «μετρήσιμη αποδοτικότητα»:
-
ως «παιχνίδι άρρητης ή ρητής συμφωνίας ανάμεσα στους παίκτες της Εξουσίας», όπως επαυξάνει ο Lyotard
-
ως «παραγωγικό ζώο», όπως η πολιτική Οικονομία τον αντιμετωπίζει αλλά και ο Marx στην κριτική του, με την οποία δεν κατάφερε να διαχωρίσει την «ατομική αφαίρεση» του Ανθρώπου και τον ενέταξε πάλι με όρους ανταλλακτικής αξίας στη δομική πλάνη των ορθολογικών υπολογισμών, που επιβάλει κάθε φορά η εξουσία
Ο Βίος των ανθρώπων υποβιβάζεται στη βάση του τρόπου παραγωγής της υλικής τους επιβίωσης.
Με το «Jeux de massacre», το οποίο γράφεται αμέσως μετά την περίοδο ταλανισμού της Γαλλίας από τον Μάη του ‘68, ο Ionesco θέτει στο μικροσκόπιο όχι μόνο το παράλογο της παραγωγής σημείων από τους κρατικούς και εταιρικούς μηχανισμούς, τα οποία, όπως προπαγανδίζονται, συγχύζουν τα «παραγωγικά ζώα», αλλά και το ίδιο το διακύβευμα του πανεπιστημιακού φεουδαρχισμού και της έπαρσης της Επιστήμης, η οποία παρουσιάζεται ως «απόλυτη γνώση» και κατά συνέπεια διολισθαίνει σ’ ένα ολέθριο πλαίσιο Λειτουργισμού και επαγγελματοποίησης.
Δεν επικεντρώνεται στην απρόσκοπτη διάχυση της Γνώσης προς όφελος του ανθρώπου αλλά στη θεσμοποίησή της μέσα από αλλεπάλληλες κατασκευές επητηδευματικών αρμοδιοτήτων, που εντείνουν την αποδοτικότητα των «παραγωγικών ζώων» και παγιώνουν την ιεραρχικά αμετακίνητη υπεροπλία των εκπροσώπων της Εξουσίας.
Και για να συνεχίσουν να είναι «παραγωγικά» τα «ζώα», πρέπει να εκφοβίζονται νυχθημερόν, να νιώθουν στο κατόπι τους μονίμως μία απειλή να επικρέμαται.
Ο Κόσμος, ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από το «κοσμώ» και ενέχει την Αρμονία, δείχνει να έχει την έντονη ανάγκη να κυριαρχείται:
-
από κάποια δοτή προσωπικότητα με υπερφυσικές ικανότητες
-
από κάποια δοτή Ιδέα ικανή να αναγγέλει προφητείες
Θεμελιωτής της Ιδέας με την έννοια της Ελπίδας είναι ο Πλάτωνας, ο οποίος εισάγει τον Κόσμο των Ειδώλων και ενθρονίζει την αναμονή πέραν του Πραγματικού.
Μοιραία καθίσταται και πρόδρομος των μονοθεϊστικών δογμάτων, τα οποία δράττονται της δοθείσης ευκαιρίας για να ερμηνεύσουν την κάθε εξουσιαστική επιβολή με αναγωγή στην μετά θάνατον ζωή, πάνω στην οποία προσδένονται ένας υπερφυσικός ευαγγελισμός και μία θεϊκή μεταμόρφωση, για χάριν των οποίων «αξίζει να υποφέρεις επί Γης».
Εκμεταλλευόμενη η Εξουσία τον τρομερό Φόβο του Θανάτου, που φωλιάζει στα πιο σκοτεινά σημεία του εσώτερου, θέτει στο προσκήνιο την επινόηση νέων «απειλών»:
-
ασύμμετρων ως προς την «αποφασιστική» σημασία τους σχετικά με τη λειτουργίκότητα της «Κοινωνίας»
-
αιτιοκρατικών ως προς την αναζήτηση «δρόμων εξόδου από την Κρίση». Μία «Κρίση» βέβαια καθαρά τεχνητή και σε μόνιμη πραγματολογική συνάφεια με την επιδίωξη αποδοτικότητας των «παραγωγικών ζώων»
Ένα σύστημα απειλών, που απολήγει στο προνόμιο ή την ποινή και την τιμωρία, ανάλογα με την επιτυχία της υποβολής στον εκβιασμό.
Τι γίνεται όταν με το πέρασμα του Χρόνου ξεθωριάζουν τόσο οι φρούδες προσδοκίες όσο και οι θρησκευτικές προβολές όμως;;
Ο Καρδινάλιος Basil Hume εξομολογείται στο Σημειωματάριό του: «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να περάσει κάποιος μια ολόκληρη ζωή σκεπτόμενος ότι δεν υπάρχει τίποτα μετά θάνατον. Είναι εντελώς απάνθρωπο»
Ενώ ο Bertrand Russell εμφανίζεται αρκετά πιο κυνικός:
«Όταν πεθάνω, θα σαπίσω και τίποτα δεν θα επιζήσει από μένα»
Αυτή η αμιγώς επικούρεια οπτική του Russell αποκαθηλώνει κάθε μορφή διαμεσολάβησης ανάμεσα στον Άνθρωπο και στον Θάνατο. Καταπαύει τίνι τρόπῳ τον Φόβο, απελευθέρωση όμως αρκετά επικίνδυνη για την Εξουσία!
Το Κράτος επιδιώκει όμως να βρίσκει ανά τακτά χρονικά διαστήματα νέο Διαχειριστή.
Διαχειριστή και Συντηρητή της ανθρώπινης Ελπίδας για Αθανασία.
Και όπως παρατηρείται ανά τους αιώνες πάντα βρίσκεται νέος Διαχειριστής.
Το 1967 ο Ettinger, ο οποίος ανήκε στην Εταιρεία των Κρυονικών, εκκινούσε το βιβλίο του «The Prospect of Immortality», το οποίο μπήκε στη λίστα της Λέσχης Επιστημονικού Βιβλίου, κάπως έτσι:
«Οι περισσότεροι από εμάς, που τώρα αναπνέουμε, έχουμε πολλές ελπίδες για μια φυσική ζωή μετά θάνατον. Μία πιθανότητα αναβίωσης και ανανέωσης των κατεψυγμένων σωμάτων μας βασισμένη σε νηφάλια σκέψη και επιστημονικά δεδομένα».
Κατά τον 20ο αιώνα παγιώνεται η Επιστήμη ως ο νέος Διαχειριστής λοιπόν και αναλαμβάνει τη συντήρηση της ανθρώπινης εμμονής για Αθανασία.
Ανανεώνεται δηλαδή υπό νέους όρους και νέα ηγεσία η Βιομηχανία Θανάτου και το Εμπόριο της Ελπίδας. Μέσα στον θρυμματισμένο κόσμο, η ρευστότητα επιτείνει την υπαρξιακή ανασφάλεια των ανθρώπων.
Επισιτιστικές κρίσεις, ατομική και συλλογική ταυτότητα επί του Γίγνεσθαι, πόλεμοι, ανέχεια σε τροφή, γαστριμαργική και πνευματική, εν μέσω μίας αναιδέστατης υπερπληθώρας τεχνολογικών gadgets. Όλα κατακερματίζουν την ανθρωπινότητα αλλά και την ίδια την υπόσταση. Η αγωνία ζητά, σχεδόν εκλιπαρεί για «εξορθολογιστικές λειτουργίες», ικετεύει για νοηματοδότηση των καταστάσεων.
Είναι αυτός ακριβώς ο Θρυμματισμένος Κόσμος, επειδή διεκπεραιώνει το Τέλος της Φιλοσοφίας. Με την εμφάνιση του Κράτους ως διακυβερνητική οντότητα επιστημοποιείται άρδην τόσο η Φιλοσοφία όσο και η Τέχνη με σκοπό προφανώς και εμφανώς την ποδηγέτηση του καταγγελτικού τους προσήμου. Στην ουσία τοιουτοτρόπως θεσμοθετείται η αστυνόμευση του Σκέπτεσθαι, του Κρίνειν και του Εκφράζεσθαι. «Το Τέλος του Φιλοσοφείν σημαίνει το τέλος της αυτονομίας», όπως διατείνεται ορθώς ο Καστοριάδης.
Αυτό δεν έγινε άλλωστε και κατά την περίοδο του πραξικοπήματος covid-19!
Οι ανασφάλειες που έχει γεννήσει ο πλήρης εκτεχνολογισμός, η περιπλοκότητα και η αδιαφάνεια της καθημερινότητας, η κοινωνική συμμόρφωση και η συνεχής ροή κεφαλαίων-ανθρώπων-αντιλήψεων-πληροφοριών στην κιμαδομηχανή του κέρδους, όλα συνέτειναν σε μία καθήλωση στις μονοδιάστατες απαντήσεις του επιστημονισμού, η οποία παρουσιάστηκε ως «μοναδική κι εξ αποκαλύψεως αλήθεια».
Δεν είναι τυχαίο που ο Ionesco επιλέγει να σατιρίσει τον Γιατρό από τους εκπροσώπους της Επιστήμης. Στο καταστατικό του γερμανικού «Διαφωτισμού», aufklärung, προωθείται η «απαίτηση για συνένωση της Διοίκησης με την Ιατρική» με τον θεωρητικό της υγειονομικής αστυνομίας Johann Frank, του οποίου οι σπουδές, σημειωτέον, εκκινούν από τη Θεολογία και μεταπηδούν στην Ιατρική, να πρεσβεύει ξεκάθαρα ότι «Ανάμεσα στις αιτίες των ασθενειών, που απειλούν το Πλήθος, υπάρχουν πολλές, τις οποίες ούτε ο γιατρός μόνος του ούτε το άτομο μπορεί να προβλέψει ή να θεραπεύσει. Μόνο μία Ιατρική Αστυνομία, έχοντας την απαραίτητη Ισχύ και το απαραίτητο Κύρος, μπορεί να εφαρμόσει σχέδιο σωτηρίας».
Είναι η βάση στην ουσία της ιδεολογίας του ναζισμού, η οποία κατάφερε να ανιχνεύσει όλα τα νομιμοποιητικά στηρίγματα του «πολιτισμού» αναδημιουργώντας τα ως «πρόληψη» ενάντια στην ανασφάλεια και το Φόβο του Θανάτου, και να εναρμονίσει θεσμικά όλα τα απαραίτητα εχέγγυα, ώστε να επιβάλλει στο ανθρώπινο σώμα οποιοδήποτε πείραμα καταστολής υπό το πρόσχημα της «υγειονομικής παραβάσεως».
Ο 20ος αιώνας αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα για την υπαγωγή αστυνομικών χαρακτηριστικών στους θεσμούς «Δημόσιας Υγείας» και κατ’ εφαπτομένη την άρρηκτη σύνδεση μεταξύ της επιβολής υγειονομικών κανόνων και επέκτασης σε περισσότερα πεδία της κρατικής καταστολής.
Η ύπαρξη νομικού πλαισίου με ανοιχτά παραθυράκια υπό συνεχή και ανεξέλεγκτη διαμόρφωση, τα οποία δεν συγκεκριμενοποιούν τι κάθε φορά εντάσσεται και υπάγεται στην αστυνόμευση προς «διαφύλαξη δημόσιας ασφάλειας και υγείας», είναι δηλωτική ναζιστικού προσανατολισμού του πυρήνα του κράτους.
Στον 21ο αιώνα αυτό το υπόβαθρο εξελίσσεται και ισχυροποιείται λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης αλλά ανισόρροπα αυτονομημένης τεχνοεπιστήμης και της αξιοθρήνητης εξαγοράς της Διανόησης από τον επιστημοποιημένο Ολοκληρωτισμό με ανταλλαγή το κοινωνικό Κύρος.
Δεν είναι τυχαίο που οικοδομεί το παράλογο πλέκοντάς το πάνω στον πυρήνα μίας «επιδημίας», η οποία απειλεί να ακυρώσει τα πάντα, από ζωές μέχρι θέσεις κύρους, από ιδεολογίες μέχρι θεσμικά θέσφατα. Δεν είναι τυχαίο που οι καρικατούρες του τελούν υπό ένα εξαιρετικά ταχύ ή εξαιρετικά ληθαργικό πνεύμα, τέλεια χαρακτηριστικά της περιπαθούς αδυναμίας, αν και εμμένουν ότι είναι υπεράνω του Θανάτου.
Μέσα απ’ το Παράλογο αμφισβητείται εκ βάθρων η δέσμευση θεσμικών πόρων με σκοπό όχι την ωφέλεια του ανθρώπου αλλά την καταστρατήγηση κάθε σπιθαμής του σώματός του και παρουσιάζεται στην απλή της μορφή η δικτατορική συνθήκη της υγειονομικής πολιτικής ως στιβαρός εξουσιαστικός βραχίονας του κράτους. Πόσο μάλλον στις μέρες μας, όπου η Ιατρική έχει τη βάση της σε βιοϊατρική τεχνολογία και συνθετική βιολογία, διαστροφικές τακτικές, που καμώνονται πως μπορούν να παρακάμψουν εντελώς τη Φύση και να μεταφέρουν κάθε μορφή ζωής στους μικροβιολογικούς σωλήνες.
Είναι αυτό που καταγγέλει ο Gotzsche Peter, όταν λέει ότι «Οι γιατροί έχουν αποδεχτεί ότι δεν συμμετέχουν ως ενεργοί εταίροι στην ερευνητική δραστηριότητα των κλίνικών μελετών αλλά ως πάροχοι ασθενών για τις δοκιμές».
Άλλωστε ο μέγας Ηράκλειτος πρέσβευε αιώνες πριν ότι «οι γιατροί, ενώ βασανίζουν τους αρρώστους, αξιώνουν και αμοιβή από αυτούς, αν και δεν την αξίζουν, επειδή απεργάζονται τα ίδια, αφού οι προτεινόμενες ιάσεις δεν διαφέρουν απ’ τις αρρώστιες»!
Έτσι κάνει την εμφάνισή της η «μηχανική ορθολογικότητα».
Οι «λύσεις» εμφανίζονται από μία Υπέρτατη Εξουσία με το εκμαγείο του «ορθολογικού» και επιβάλλονται ως «αδιαμφισβήτητες». Ο υπήκοος εξαναγκάζεται να είναι «ορθολογικός», ενώ ταυτοχρόνως υπόκειται σε μυλόπετρες κατάφωρης παραβίασης και ακρωτηριασμό του ζωτικού του χώρου.
Ο Φόβος για να παραμένει υπαρκτός οφείλει να κοινωνικοποιείται. Αυτόν ακριβώς τον ρόλο αναλαμβάνουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και Επικοινωνίας, σε κάθε εποχή διαφορετικά. Κοινωνικοποιούν τον Φόβο. Απελευθερώνουν τις παραγωγικές του δυνάμεις να «βγάζουν μεροκάματο» στη «Βιομηχανία της Συνείδησης», και αν στην προηγούμενη πενηνταετία ήταν το κουτσομπολιό, το οποίο μεταφερόταν από στόμα σε στόμα, στις μέρες μας είναι τα διαδικτυακά trolls, που διασπείρουν τον τρόμο ποικιλλοτρόπως.
Όσο όμως μεγαλώνει η διασπορά του Τρόμου, βλέπουμε να μεγεθύνει η απάθεια. Γίνεται στην ουσία μία υποτακτική απάθεια. Οι άνθρωποι ξεχνούν από ένα σημείο και μετά τα αίτια τρομοκράτησής τους κι απλώς παραμένει στο θυμικό τους να δεσπόζει ο Φόβος, αδιόρατος και απροσδιόριστος αλλά υπαρκτός και παρών.
Στα «Στρατηγήματα», Ε’ 2, 3, ο Πολύαινος έκανε με απαράμιλλο επίσης τρόπο τη σύνδεση από αρχαιοτάτων χρόνων:
«Όταν στις Σuρακούσες βασίλεuε ό Διονύσιος ο Πρεσβύτερος, που έγινε τύραννος στα -406, ένας Ξένος ήλθε στην πόλη ισχuριζόμενος πως μόνον αυτός μπορούσε να διδάξει την έγκαιρη ανακάλυψη των συνωμοτών. Όταν κλήθηκε στην ακρόπολη, είπε στον Διονύσιο ότι θα δίδασκε αυτόν μόνο, έτσι ώστε να μην γίνει γνωστή σε όλους η τεχνική.
Όταν όλοι όσοι ήταν παρόντες έφυγαν, ο Ξένος του είπε κρυφά να διαδώσει ότι έχει μάθει την τεχνική της έγκαιρης ανακάλυψης των συνωμοτών και κανείς μετά τη διάδοση αυτή δεν θα τολμήσει ξανά να συνωμοτήσει.
Ευχαριστημένος ο Διονύσιος από το έξυπνο τέχνασμα, τίμησε τον άνθρωπο με δώρα λαμπρά και ανακοίνωσε στους σωματοφύλακες και στους στρατιώτες, ότι είχε διδαχθεί έναν θαυμάσιο τρόπο αναγνώρισης των συνωμοτών.
Εκείνοι πίστεψαν και επηρρεασμένοι από τη δαμόκλεια σπάθη του ακαθόριστου Φόβου, δεν τόλμησαν να συνωμοτήσουν ξανά.»
Πολύ αργότερα κατά τον 20ο αιώνα τη θεωρητική εξήγηση έδινε με τον δικό του τρόπο ο Baudrillard επιχειρηματολογώντας σθεναρά περί του «βραχυκυκλώματος που επιτελείται μέσα από τη διαδικασία της αναπαραγωγής ενός γεγονότος», επειδή η αναπαραγωγικότητα πολλαπλασιάζει τη λειτουργικότητα της απειλής μεγεθύνοντας το γεγονός.
Αυτή τη μοντελοποίηση του αφηρημένου Φόβου μετουσιώνει ο Ionesco σε σχήμα δράσης, πάνω στο οποίο οικοδομεί το Παράλογο. Ένα Παράλογο συγκροτημένο πάνω σε ανθρωποθάλασσες μη-συγκεκριμένων προσωπικοτήτων, παγιδευμένων στο κρατικομονοπωλιακό Γίγνεσθαι και σε αχρονικές συντεταγμένες.
Διανύοντας την περίοδο μιας επίπλαστα εξόφθαλμης ευμάρειας, το έργο γράφεται το 1970, τη χρυσή εποχή των Trente Glorieuses, η πένα του Ionesco επικεντρώνεται στις ψευτοηδονιστικές ιδεολογίες, που προτείνονται προς κάλυψη του τεράστιου κενού, που δημιουργούν οι πραγμοποιημένες σχέσεις και οι απολιθωμένοι θεσμοί.
Είναι ο Άνθρωπος του Nietzsche, που ενώ σκότωσε τους Θεούς του, δεν φρόντισε να έχει βρει στιβαρό αντικαταστάτη κι επομένως κάθε αλητήριος καυχιέται πως φέρει τη Φωτιά του Προμηθέα, πράγμα που, αφ’ ης στιγμής δεν ισχύει, οδηγεί στην ενθρόνιση του Ολοκληρωτισμού.
Ο Ionesco δίνει μία απάντηση τίνι τρόπῳ στον Francis Bacon, ο οποίος λίγους αιώνες πριν γυρνούσε την πλάτη στη Φιλοσοφία εναποθέτοντας τις ελπίδες του στην Επιστήμη κι εκφράζοντας την Πίστη του στον «εξανθρωπισμό της μηχανής», χωρίς να προβλέπει ωστόσο πως επρόκειτο δυστυχώς για επέκταση του Άγονου στην πνευματική και συναισθηματική χωροταξία.
Οι αφανείς ήρωες, αποσπασμένοι από το αισθητικό σύμβολό τους και ομιλούντες, θα ‘λεγε κανείς, την ακατάληπτη Volapük χάνουν το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ειρήσθω εν παρόδω η Volapük συνιστά ένα γλωσσικό τερατούργημα, που εμπνεύστηκε ο καθολικός ιερέας Johann Schleyer αλλά υιοθετήθηκε από τον κρατικό μηχανισμό ως επιβαλλόμενη προσπαθεια «παγκόσμιας επικοινωνίας» το 1880. με σκοπό την απάλειψη των γλωσσών, οι οποίες συνιστούν πυξίδα Σκέψεως. Ήταν η πρώτη επίθεση παγκοσμιοποιητικής ομογενοποίησης των ειδών κουλτούρας.
Δεκαετίες μετά τη συγγραφή του έργου η «Παγκόσμια Νέα Τάξη» ευαγγελίζεται την παραγκώνιση του ναζισμού-φασισμού και καυχιέται για το τέλος του Ψυχρού Πολέμου με την κατάρρευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης.
Όπως ακριβώς ισχυριζόταν το Κομμουνιστικό Κόμμα ότι οι «ευγενικοί σκοποί» του θα οδηγούσαν στην απάλειψη της ανθρώπινης εκμετάλλευσης ενώ επί του πρακτέου δεν ήταν παρά ένα προκάλυμμα για αδίστακτες πράξεις, που κατέληξαν:
-
σε εγκληματικούς βασανισμούς ανθρώπων
-
σε ιδιοτελείς φιλοδοξίες
-
σε ανερυθρίαστη γραφειοκρατική διαφθορά
Η Ανθρωπότητα αυτο-αποθεώνεται ως το «ζενίθ της ιστορικής προόδου και του πολιτισμού» απλώς επειδή συγκεντρώνει τεχνολογική και στρατοκρατική κυρίως ισχύ με την έπαρσή της να θεωρεί ότι θα απολαμβάνει αιωνίως το κέρας της Αμάλθειας. Γινόμαστε ωστόσο μάρτυρες της στιγμής, που ο Λεβιάθιαν του Hobbes κατακερματίζει και αποικιοποιεί κάθε σπιθαμή της Σκέψης και του Φαντασιακού με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η «άρση της αποξένωσης του ανθρώπου, ο οποίος απομακρύνεται από τη συμφιλίωση με την ίδια του την ουσία», όπως παρατηρούσε και ο Foucault.
Εξ ου και η χρήση του όρου «Σφαγή», «massacre» en français ενέχει και το ποδοπάτημα και κρίνεται ακόμη πιο βαρύγδουπη.
Εξ ου και η χρήση του όρου «Επιδημία», με την έννοια του κοινού πεπρωμένου ως κατάληξη των όντων στη φθορά και τον Θάνατο, ο οποίος είναι πάντα κοντά και καιροφυλακτεί. Κάθε βήμα σηματοδοτεί μία επιπρόσθετη κίνηση προς το μέρος του, κι επομένως το αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα στην επικράτειά του.
«Όταν τα Δέντρα δείχνουν να κινούνται, ο εχθρός προελαύνει» σημειώνει ο Sun Tzu στις τεχνικές του περί Πολέμου. Πράγματι όταν κατά τον 18ο αιώνα αρχίζει να χάνει τη δύναμή της η χριστιανική εξουσία, πίσω απ’ τις φυλλωσιές κάτι κινείται. Πρόκειται για την Επιστήμη που έρχεται με δάδες ν’ αρπάξει την εξουσία και τον θρόνο από τις θρησκείες με επιχείρημά της τον ορθολογισμό, ο οποίος, φευ, επιζητά τα ίδια καθολικά αξιώματα.
Όταν τα Δέντρα κινούνται λοιπόν, ο εχθρός προελαύνει, επειδή έχει αποδειχτεί ανά τους αιώνες ότι η εξουσία υφίσταται κατ’ αρχήν και κυρίως μέσα στις εκλεπτυσμένες διαιρέσεις της και στην «anti-πολιτευτικό της έλλογο». Άλλωστε συχνότατη εμφανίζεται η διαπλοκή ανά τους αιώνες με τα θρησκευτικά δόγματα να φλερτάρουν άλλοτε με τον σοσιαλισμό και τα «κοινωνικά κινήματα», άλλοτε με τις φασιστικές ρομφαίες και τις εθνικοκεντρικές εμμονές ή σαφέστατα με την «ιατρικοποίηση της ελπίδας». Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο για την προπαγάνδα από μία «προοδευτική ερμηνεία» των διαιρεμένων προσωπείων της Εξουσίας, αποκομμένα φυσικά από το ευρύτερο αντικείμενό της.
Ο Ionesco έχοντας βιώσει τη βαρβαρότητα του κομμουνιστικού παράδοξου ως απόλυτη αποτύπωση του «Δεν υπάρχει εξουσία χωρίς μίσος» του Ευρυπίδους, αφού οι κομμουνιστές μέσα στην επηρμένη τους ζέση μηχανεύονταν διακαώς τρόπους ομογενοποίησης κάθε μοναδικού ανθρώπινου στοιχείου «γαλβανικῳ τῳ τρόπῳ», όπως εύστοχα αναφέρει ο Mumford, αλλά και τους στυγνούς εξευτελισμούς της φιλελεύθερης οικονομίας ως «ο θάνατός σου η ζωή μου», δίνει το Παράλογο μέσα από τη διαστροφή της αυτο-εκμετάλλευσης είτε από ένα άτομο είτε από μία ομάδα.
Ο θεατής ανακαλύπτει τους αφανείς ήρωες μέσα από τις πιο αφηρημένες τους εκδηλώσεις στο Βασίλειο του Τρόμου. Αιώνες ανθρώπινης οδύνης και ματαιόδοξων παρορμήσεων ενδύονται το προσωπείο κοινωνικών καθορισμών και υποσκάπτουν τα ίδια τα θεμέλια του Ανθρώπου.
Ο Φόβος του Θανάτου οικοδομεί τον απολυταρχισμό της ακατέργαστης αίσθησης, ο δυνατότερος ποδοπατά τον πιο αδύναμο, κι ο θεατής βρίσκεται μπροστά σ’ ένα ανελέητο ακορντεόν, που ανοιγοκλείνει συνθλίβοντας Όλους και τα Πάντα.
Το αμεσότερο Πάθος άλλωστε συμβαίνει μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο θεσμών και καθηκόντων, μέσα από μία διαρκή διαδικασία αναφοράς και επιμερισμού. Ο Φόβος ως Πάθος είναι αυτός που καταστέλλει ή ενθαρρύνει τη δράση του ανθρώπου ή η δράση αντιστρόφως διατηρεί ή εξαλείφει τη διαυγή ακεραιότητα του Φόβου;
Μέσα στο ερώτημα υφέρπει ο κίνδυνος πρόωρης αναχαίτισης ή και καθήλωσης στα δίχτυα της Κοινωνικής Συμμορφώσεως, η οποία εξαναγκάζει τις ατομικότητες:
-
να χάνουν τα ανεξιχνίαστα μυστικά τους
-
να αυτοεξορίζονται από τις ιδιωτικές τους μυθολογίες
Αυτό από μόνο του συνιστά πράξη σαδιστικής βίας, αφού το Άτομο παραμορφώνει το ίδιο του το Είναι. Η Εξουσία άλλωστε δεν είναι μία παγιωμένη Αρχή ούτε μία εξηγητική Αξία, που λειτουργεί εκ προοιμίου αλλά μία προσδιορισμένη επικράτεια με άλλα κάθε φορά κριτήρια, ώστε να μπορεί η κυβερνητικότητα να εξαπλώνεται αποκωδικοποιώντας τις αντιστάσεις.
Η Τέχνη και το Φιλοσοφείν, όπως αλληλοδιαπλέκονται μεταξύ τους, είναι ο πρωταρχικά βαθύς τρόπος καλλιέργειας της ανθρωπινότητας, ώστε να διατηρηθεί η πυρηνική σχέση μας με τη Μάνα-Φύση και η εν γένει ευαισθησία μας.
Ευαισθησία ως ανίχνευση των υποκειμενικών μας στοιχείων και όχι ως υποτακτική διαταραχή ενσωμάτωσής μας στην ψηφιοποιημένη κατασίγαση ως «μοναδική μελλοντική συνθήκη διαβίωσης κι επιβίωσης».
Επειδή, αν κάτι μπορεί να γίνει αποδεκτό ως «διαταραχή», είναι ακριβώς και μόνο η απόσχισή μας από τα αρχέγονα ένστικτα.
Το να μετουσιώνεται η τραγικότητα σε δημιουργία, τακτική που προέταξαν όλοι οι αρχαίοι Τραγωδοί, είναι το στάδιο ειλικρινούς επικοινωνίας με τη μοναδικά συμβολική δομή μας και δυστυχώς με την επιστημοποίηση και τον έλεγχο της Τέχνης, οι άνθρωποι εστιάζουν στην τεχνική, βασικό γνώρισμα και ειδοποιός διαφορά της οποίας από την Τέχνη είναι η ανάγκη του ανθρώπου να επιβάλλει την κυριαρχία του στις εξωτερικές συνθήκες ζωής, να θέσει υπό τον έλεγχό του τις δυνάμεις της Φύσης, να επεκτείνει τη μηχανική αποτελεσματικότητα της χρησιμοθηρίας.
Δεν υπάρχει κανένας κοινός τόπος ανάμεσα στην τεχνική, η οποία τείνει στον ορθολογιστικό αυτοματισμό με την απρόσωπη αντικειμενικότητα, και στην Τέχνη, η οποία παρ’ όλες τις τεχνικές ενίοτε ατέλειές της διέπεται από αρχέγονο συμβολισμό, ζυμωμένο με τα υλικά της λειτουργικής νεύρωσης.
Στην Τέχνη χορεύουν η αυτοκαταστροφή με τον εκφραστικό Ίμερο βαθαίνοντας τις αισθητηριακές εντυπώσεις τόσο του Δημιουργού όσο και του Δέκτη, ενώ η τεχνική είναι απλώς ένας «dolbie» ήχος προωθημένης τεχνολογίας.
Ο άνθρωπος πολύ πριν καταστεί κατασκευαστής εργαλείων, ήταν ονειροπόλος Καλλιτέχνης με πληθώρα κιναισθητικών αποκρίσεων στον Μυχό του.
Πολύ πριν δώσει ο Προμηθέας τη Φωτιά στους Θνητούς, κι επομένως περιστείλλει την εμπειρία σε τεχνολογική ανάπτυξη, ήταν ο Ορφέας με τη Λύρα του, που εξυψώνει τη Νόηση.
Η έσχατη Διαθήκη του Ανθρώπου δεν είναι επ’ ουδενί το Ευαγγέλιο της Εργασίας κατά μεσής στην εργαλειοκρατορία και τον τεχνοφασισμό, όπως ορίζει η Εξουσία αλλά η εννοιοποίηση της ανθρώπινης κατάστασης.
Όλα τα παραπάνω ήταν υπέρ-αρκετά για να με προσανατολίσουν σε μεταφραστική, διασκευαστική και σκηνοθετική ενασχόληση με το «Jeux de massacre» του Ionesco, το οποίο προσπάθησα να μεταφέρω σε απέριττα φυσικό σκηνικό, ακριβώς για να προσκαλέσω τον δυνητικό θεατή σε διόρθωση προκαταλήψεων σχετικά με τις προτεραιότητες, που επιβλήθηκε να δίνονται στην τεχνική, κάτι που αναμφίβολα εκτροχιάζει την προσοχή μας από την Τέχνη…
Το έργο χωρίζεται σε 8 μέρη:
• Jeux de massacre – I
• Jeux de massacre – II
• Jeux de massacre – III
• Jeux de massacre – IV
• Jeux de massacre – V
• Jeux de massacre – VI
• Jeux de massacre – VII
• Jeux de massacre – VIII
Βιβλιογραφία:
-
Ηράκλειτος, «Άπαντα», μτφρ Τάσος Φάλκος, Εκδόσεις Ζήτρος, Αθήνα 1999.
-
Λεκατσάς Παναγής, «Η ιδέα της Ψυχής και της Αθανασίας», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000.
-
Λιάτσα Δήμητρα, «Τα ψέμματα για την Ελλάδα», Εκδόσεις Δήλιος, Αθήνα 2004.
-
Lipovats Thanos, «Θρησκείες και Πολιτική στη Νεωτερικότητα», μτφρ Κώστας Κουρεμένος & Γιώργος Μέρτικας, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2002.
-
Μπαρλαγιάννης Θανάσης, «Η υγειονομική συγκρότηση του ελληνικού κράτους», Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2018.
-
Παπαϊωάννου Κώστας, «Μάζα και Ιστορία», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2003.
-
Baudrillard Jean, «Requiem pour les media», μτφρ Άρης Μαραγκόπουλος, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα.
-
Bowker John, «Ο Θάνατος και οι απαρχές της Θρησκείας», μτφρ Μαρία Κονόμη & Αμαλία Λογιάκη, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1996.
-
Foucault Michel, «Η γέννηση της Βιοπολιτικής», μτφρ Βασίλης Πατσογιάννης, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2012.
-
Gotzsche Peter, «Φονικά φάρμακα και οργανωμένο έγκλημα», μτφρ Σωτηρία Ευθυμίου, Εκδόσεις Λεβάντες, Αθήνα 2015.
-
Kouchner Bernard, «Η Δικτατορία των γιατρών», μτφρ Σαπφώ Διαμαντή & Ευγενία Μουτσοπούλου, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 2000.
-
Lyotard Jean-François, «La condition postmodern», Les Editions de Minuit, Paris 1979.
-
Mumford Lewis, «Η ιστορία των Ουτοπιών», μτφρ Βασίλης Τομανάς, Εκδόσεις Νησίδες, Ιανουάριος 1998.
-
Mumford Lewis, «Η προσωπικότητα στην Ιστορία», μτφρ Κώστας Κουρεμένος, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1998.
-
Mumford Lewis, «Τέχνη και τεχνική», μτφρ Βασίλης Τομανάς, Εκδόσεις Νησίδες, Ιανουάριος 1997.
-
Sabato Ernesto, «Μία πολύπλοκη ύπαρξη», μτφρ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Εκδόσεις Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001.
-
Saña Heleno, «Ανθρωπομανία», μτφρ Μιχάλης Τσούτσιας, Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα 2014.
-
Tillich Paul, «Η ελπίδα ενάντια στην ελπίδα», μτφρ Δημήτρης Μόσχος, Εκδόσεις Firebrand, Αθήνα 2023.
-
Tzu Sun, «Τέχνη του Πολέμου», μτφρ Λέκκου-Δάντου Ρένα, Εκδόσεις Μίνωας, Σεπτέμβριος 2013.
-
Κείμενο: Ευαγγελία Τυμπλαλέξη
Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη
Οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη.
Νιώθει να πάλλεται
Σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο
Και η πυξίδα έχει χαθεί…