Πούλησα το κορμί μου
Σε όλους τους Εραστές
Αντάλλαγμα του Ψωμιού να πάρω
Μάζεψα σ’ ένα Στρατόπεδο
Όλα τα δάχτυλα τα κομμένα
Αντάλλαγμα για τους σαδισμούς
Πάνω στο κουρελόδερμα
«Σφαγείο Ζώων» το ονόμασα
Κι απέδειξα πως
Πίνακες Ζωγραφικής υπάρχουν
Χωρίς να χρειάζεται να το ζωγραφίσει Κανείς
Παράλογοι Λογικοί
Το Φεγγάρι είναι Μαύρο
Και οι Άγγελοι προσκυνητές στον Δωρητή
Ακτή γεννήθηκα απέραντη κι ερημική
Με Φοίνικες καταρραμένους ν’ απλώνουν ρίζες
Είδα Γλάρους να κομματιάζουν απ’ τα αφρόψαρα τις σάρκες
Μπηγμένους είδα αχινούς στην «άσεμνη» Ερωτοτροπία
Διλήμματα «Αθανασίας ή Νόστου»
Ακόμη-ακόμη τα «καθαρά χέρια» της Ιστορίας
Δεν αναπνέω
Αφήνω τα Μάτια στο desk
Προσκυνά τη νέα Θρησκεία της η Ανθρωπώ
Influencers ή Followers σε συστατικές Επιστολές σιμά
Εκεί που μαστιγώνονται οι Ανυπότακτοι
Δεν αναπνέω
Σβήνουν τα Φώτα και στενάζει ο Εγκέλαδος
Μάλλον διαβάζει ποίηση στον τάφο
Στης Έχιδνας να μπερδευτεί τις λαγόνες
Το μερτικό του Έρωτος να της γυρέψει
Δεν αναπνέω
Κάθε που βρίσκω μιαν Αρχή
Στα δόντια τη χάνω μπρος των Λύκων
Καπνίζω την αναμμένη Δάδα κι οι καύτρες γίνονται Χαφιέδες
Εκπολίτισα τα Χρώματα κι είμαι cool
Δοξάζω και τον «Θεό»
Για την «υγεία» μου, για τη «δουλεία» μου
Είμαι «σύγχρονος Σταυροφόρος» πια
Μόνο καμιά φορά το Βλέμμα κρέμεται
Σαν Ψωλή ακαύλωτη στην Απαγόρευση
Σαν Πείνα που βοσκά Βδέλλες στο Βάλτο
Θυμάται τότε που παιδούλα η Ανθρωπώ
Πλάι περπατούσε στο Ποτάμι
Φουσκώσαν οι Βδέλλες και πέσαν πάνω της
Ρουφήξαν όλο τοΑίμα
Μάλλον τότε
Τότε μάλλον εσυμμορφώθη
Πίσω απ’ τις λιάνες τις στριφτές
Μέσα απ’ των Αισθήσεων τα Φυλλώματα
Όπου έπεσεν όρθιος ο Φτερωτός
Μέσα σε δυο νεανικά κορμιά στης Νήσου τα στενά
Η Σάμος-Το Κουσάντασι-Η Σμύρνη
Με Αίμα πληρώνουν οι Μύστες
Με μάτια στ’ ακροδάχτυλα και στις πατούσες τα αυτιά
Με Σκελετό σπασμένο στα χαλάσματα
Και πόδια προπέλες απ’ της ταχυκαρδίας τη Βοή
Σ’ αυτό το εικόνισμα να πας να προσκυνήσεις
Εκεί που τα παιδούδια αναλήφτηκαν
Με την αμάραντη Αθωότητα την Όψη τους ν’ ασημίζει
Ερωτιδείς τους χάρτες μελετούν
Σφίγγες αντωπές
Με Μωβ ή Σκούρο Μπλε τα δύο «Μισά» τους
«Ίδια» να νιώθουν μα σαν σε «διαφορετικές» προεκτάσεις
Χορδή το Φως το αέναο καταβροχθίζει
Με σκληρή προσπάθεια
Μπορεί και να μην κλάψεις
Δεν είναι σάκος μ’ άπλυτα η Νιότη
Να της προσάπτεις εξηγήσεις
Μήτε απαγορεύσεις να της καταλογίζεις
Σε Θόλους να την υποδέχεσαι εγείροντας ανησυχία
Θόλοι είναι ο προθάλαμος πριν τη Φυλακή
Κι η Νιότη δεν κατέχει «πρωινή αναφορά»
Μήτε φιρμάνια ενσωματώνει προστασίας
Κοιτάζει το θανατικό en face
Κι απλώνει τη βεντάλια της ουράς της
Την Ηδονή χαϊδεύει αιρετικά με passe-partout
Δεν κόπτεται για τη σειρά στο ΙΚΑ
Μηδέ για ΜΕΘ οικονομεύει
Μόνο παφλάζει την απροσδιόριστη Στιγμή
Φορά τ’ αεριωθούμενά της και δραπετεύει προς το Σύμπαν
Κυοφορώντας Κεραυνό πνιγμένη στο χασίς
Και την πρωτόγονη μετάληψη
Η Θάλασσα είναι μαύρη
Κι ο Εωσφόρος Ληστής και Βασιλιάς
Βάλε στα μάτια σκήπτρα
Κι αρώματα στην Πλώρη
Είναι αρκετά πρωί
Σέρνω τη βαλίτσα μου ανόρεχτα στην πολύβουη Πόλη
Βασικά δεν γνωρίζω αν τη σέρνω ή αν με σέρνει
Δεν αναπνέω
Ψεύτικες-Ξερές τσιρίδες στον Πλανήτη των Πτωμάτων
Γκριμάτσες παραπληγικών αποδέχονται την «Τιμωρία» τους
Δεν ξεμπέρδεψαν ποτέ απ’ τη Φυλακή τους
Δε γίναν ποτέ ΑΓΡΙΜΙΑ σε μιαν αβάσταχτη Νύχτα
Σε Πλημμυρίδα ακατάσχετων Ήχων με σάπια Κουπιά
Ψάχνουν ένα Εραστή στο Άρλεκιν
Μιαν Ερωμένη σε πνιγηρή παρτούζα
Αγοράζουν σε πακέτο τυλιγμένη
500 δράμια «Δημοκρατίας» μαζί με τ’ άλλα ψώνια
Να ‘χουν κι ένα άλλοθι στο ντουλάπι
Για την ανολοκλήρωτη Επανάσταση
Για τον εξαρθωμένο τους Αρκούδο
Μέσα στο νάυλον και τη σπασμένη τριχιά
«Μην παραιτείσαι», σου λένε
«Να μην παραιτηθείς» απ’ τη σαπίλα εννοώντας
Δεν αναπνέω
Ανεβοκατεβαίνει με ορμή ο μπαλτάς
Στην τάβλα του χασάπικου τα κοκαλιάρικα Σκυλιά
Και στο σομιέ του Ψυχιατρείου
Μοιράζονται φυλλάδια γι’ ανατινάξεις Ιδρυμάτων
Εγκωμιάζονται οι νεοσκαμμένοι τάφοι
Κλείδωσαν το «Full» και το «Part» Ωράριο
Δεκάδες Λογαριασμοί απλήρωτοι και πρόστιμα
Γουργουρίζουν τα στομάχια του Κόσμου
Τσουβαλιασμένα ρούχα στη ντουλάπα
Ο Υπόκωφος Θόρυβος απ’ τα Υγρά της Ασιτίας
Σπασμένα υδραυλικά κι αποχετεύσεις
Καμμένες λάμπες με χροιά συμπάθειας
Υπερχειλισμένοι Βόθροι και λέξεις με ύφος δοσοληψίας
Πλάτες γυρισμένες και στόματα βρωμερά
Για καταδίκη έτοιμα
Κι απλώς
Σέρνω τη βαλίτσα μου
Που ξέρεις εσύ
Τι με κρατά ακόμη κι ανασαίνω
Νεκρική Ακαμψία
Προσωπεία εν Αγνοία
Σταυρωμένοι με πόδι παράλυτο
Είναι που κάναν δέρμα το Ψέμμα
Δεν αναπνέω