Είναι ο Ορίζοντας Καλλιτέχνης;

Είναι ο Ορίζοντας Καλλιτέχνης;

Γράφει  η  Ευαγγελία  Τυμπλαλέξη.

 

Όταν διαβάζεις Ποίηση, η σκέψη καθορίζεται αλλότροπα, από εκφάνσεις απορρέουσες απ’ τη μία και μόνη διατύπωση, η οποία ορθώνεται υπό τα όμματα. Το Ποίημα τι άλλο μπορεί να είναι παρά ένας φέρων σκελετός, που συγκαλύπτει λογοπλασίες, και η κάθε λογοπλασία παρεμφαίνει μία κοινή συνισταμένη, στην οποία συναρθρώνονται οι συνιστώσες του επιχειρήματος-της προοπτικής-του συναισθηματικού κλυδωνισμού.

Εντελώς τυχαία διάβασα τη συλλογή ποιημάτων του Αγαθάγγελου Σταυρόπουλου,  «Η έξαρση της πεταλούδας»,  η οποία κυκλοφόρησε απ’ τις Εκδόσεις Οδός Πανός το 2016. Είμαστε συνηθισμένοι τελευταία σε εκδόσεις ποιημάτων, σε σημείο που να αλλοιώνεται η λογοτεχνική διάσταση του εν λόγω κειμενικού είδους. Με περισσή ευκολία αυτοαποκαλείται ο άνθρωπος Ποιητής.

Ο Άγγλος φιλόσοφος-μαθηματικός Alfred Whitehead πρεσβεύει πως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει φως ή χρώμα στον εξωτερικό κόσμο αλλά απλώς η κίνηση της ύλης. Η επιστήμη θα μπορούσε να εντρυφήσει αναλύοντας επί ώρες, προς θεμελίωση της ως άνω ρήσεως, και η ομήγυρη να πείθεται απ’ τους προτεινόμενους ισχυρισμούς. Ένας αληθινός Ποιητής ωστόσο ουδόλως θα υπέκυπτε σε αδόλεσχα φληναφήματα, τα οποία θα τον αποστερούσαν απ’ την έντονη κοινωνία με τις ίδιες του τις αισθήσεις.

Ο Αγαθάγγελος Σταυρόπουλος λοιπόν εδώ αποπειράται όχι μόνο να εναντιωθεί στη στειρότητα πεζών εξηγήσεων, οι οποίες θέλουν την όραση να επιτελεί τον απλό συνδυασμό δύσκολων λειτουργιών, αλλά και να θέλγεται από υπέρμετρη ζέση αποδείξεως των συνειδητών ή ασυνείδητων ζωγραφιών που φιλοτεχνεί το βλέμμα απελευθερωμένο στην πανοραμική έποψη του θόλου.

Κι όταν όλα αυτά τα χρώματα, π’ αποδεσμεύονται εκλύοντας μιαν «οδυνηρή» θερμότητα, δεν συνιστούν παρά αντανακλάσεις ή εκχυμώσεις σε φτερά μιας πεταλούδας, δεν μπορεί παρά να περιπλέκεται η προσέγγιση του αναγνώστη ή του μύστη, αν θα θέλαμε να είμαστε πιο ειλικρινείς. Διότι περί μυσταγωγίας πρόκειται, της οποίας ο ρους εκπορεύεται απ’ την εικασία για οντολογική πραγματικότητα και εκχύνεται στη δοκιμή για καλλιτεχνική πραγμάτωση.

Ο Αγαθάγγελος Σταυρόπουλος στα συμφραζόμενά του καταφέρνει να προσπελάσει τη διπολική αναφορικότητα του όντος, η οποία εδράζεται στο συμφυές Μηδενός-Είναι, και να αναδείξει τη Φύση ως τη μόνη γνήσια ενδιάμεσο.

Συνεχίζοντας να διαβάζει κανείς, εύκολα διαπιστώνει τη μνεία που γίνεται σε αξίες προγεγραμμένες στον αποσαθρωτικό καμβά του υλισμού. Η Φιλία κι ο Έρωτας υμνούνται με πλέριο σεβασμό, μέσω της τελεστικής τους τροχιάς, η οποία θεραπεύει το δράμα της νηνεμίας κι αναριγά στην ενόραση επαναλαμβανόμενων εκστάσεων.

Τόση ομορφιά. Κι όμως δεν αγγίξαμε τίποτα.

Τόση ομορφιά. Κι όμως αγοράσαμε τα πάντα.

Pages: 1 2

Leave a Reply