Ο «Επιμενίδειος Οίστρος» είναι μια αφήγηση οργανωμένη σε ευδιάκριτα μέρη.
Προτάσσεται μια εισαγωγή σε πεζή μορφή, που επιδιώκει να σημάνει στον αναγνώστη τις γραμμές πλεύσης που χαράζονται πάνω στην ποιητική θάλασσα, τις ιδέες που ναύλωσαν το όχημα της δημιουργίας.
Από την εισαγωγή και κάτω ο λόγος οργανώνεται σε στίχους, μολονότι το κείμενο πρωτίστως γεννά την εντύπωση του πεζού. Η δομή του βιβλίου είναι η εξής:
Στο προοίμιο η ποιήτρια αποκαλύπτει τον πυρήνα έμπνευσης του έργου της. Έπονται τα τρία μέρη της πλοκής, που αντιστοιχούν στα χρονικά και συνειδησιακά στάδια της ανθρώπινης ύπαρξης: κατά πρώτον της εφηβικής ηλικίας, ακολούθως της μέσης και εντέλει της τρίτης ηλικίας της ζωής μας.
Στο επίμετρο ατενίζεται το επέκεινα, ο μεταφυσικός θάλαμος των πεποιθήσεων κάθε αναγνώστη. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τη βιβλιογραφία, που απαριθμεί τις πνευματικές πηγές που αξιοποιήθηκαν στην εισαγωγή.
Ας πάρουμε, ωστόσο, τα πράγματα από την αρχή. Ο τίτλος της ποιητικού αφηγήματος παραπέμπει στον ξακουστό σοφό και μάντη από την Κρήτη Επιμενίδη, ο οποίος αναφέρεται ότι έζησε 157 ή 299 χρόνια! Εξίσου παράξενος με τη μακροβιότητά του είναι και ο μύθος πως ύπνωττε μακάριος 57 χρόνια, αφού μπήκε σε μια σπηλιά αναζητώντας ένα ξεστρατισμένο πρόβατο. 57 χρόνια χαμένα για τα δικά μας μέτρα της ζωής. Ξύπνησε γυρεύοντας ακόμη το ίδιο πρόβατο και την εικόνα του κόσμου, που πλέον του ήταν ανοίκειος.
Αξιοσημείωτο πως ο Επιμενίδης είχε θεωρηθεί αγαπημένος των θεών. Μήπως επειδή τους συνάντησε στα όνειρά του; Ή μήπως επειδή είχε αποφύγει την όχληση του χρόνου, τον κάματο του βίου, τους συγκλονισμούς που επιφέρει η απώλεια των οικείων προσώπων; Μια αλλότρια αντίληψη για την καλοζωία και την μακροημέρευση, που μου φέρνει στο νου την ιστορία του Ηροδότου για το τέλος δύο όμορφων νέων του Κλέοβη και του Βίτωνα, που πέθαναν στον ύπνο τους με έναν ανεπαίσθητο θάνατο, δοσμένο ως ευεργεσία των θεών σε δυο καλούς καγαθούς άνδρες. Πόσο οξύμωρη για μας η έννοια της ευεργεσίας με την πρόκληση του θανάτου δυο νέων…
Πίσω στον Επιμενίδη μια δεύτερη εικασία για την ευδαιμονία του αφορά στην κατάλυση των κανόνων του θνητού βίου. Ο μάντης γνώρισε μέσα από έναν βαθύ ύπνο τον ίδιο τον θάνατο, από τον οποίο ξέφυγε τελικά για να επιστρέψει στη συνειδητή ύπαρξη.
Αν ο θάνατος μοιάζει με ύπνο, από τον οποίο κάποτε θα εγερθούμε, τότε μάλλον εισαγόμαστε σε μια λιγότερο τραγική θεώρηση της νομοτέλειας, σε έναν αναστοχασμό χωρίς τα βαρίδια της απελπισίας που συχνά μας καθηλώνουν μπροστά στο αναπόφευκτο τέρμα. Σε αυτόν τον προβληματισμό θα επανέλθουμε αργότερα.
Εμφιλοχωρώντας στην ποιητική δημιουργία της κυρίας Τυμπλαλέξη θα σταθώ στην προμετωπίδα της αρχής που στα γαλλικά υπενθυμίζει ότι: “Τον ήλιο μα ούτε και τον θάνατο μπορούμε να κοιτάξουμε κατάματα”. Σχολιάζω εγώ ότι την πηγή της ζωής και το στέρεμα του θανάτου το άτομο δεν μπορεί να τα κατοπτεύσει στην ολότητα τους. Το υπερβαίνουν και το καθιστούν στοιχείο της νομοτέλειάς τους. Κάπου ανάμεσα στο ζωογόνο φως και το έρεβος της ανυπαρξίας, στον σκοτεινό ύπνο και στο φωτεινό ξύπνημα του Επιμενίδη ιχνηλατείται η ανθρώπινη μοίρα.
Η Εισαγωγή της ποιήτριας περιδιαβαίνει μεταξύ υψηλών προσωπικοτήτων της διανόησης, αρχής γενομένης από τον Καρτέσιο, που πρεσβεύει την αμφιβολία ως γνωστική συμπεριφορά. Θα έλεγα πως η αμφιβολία, η αμφιγνωμία με ακολούθησαν καταπόδας, καθώς διέτρεχα το ποιητικό κείμενο και διερωτόμουν για το τι εγκλείουν οι λέξεις και οι εικόνες. Η ίδια η ποιήτρια, ωστόσο, προσδιορίζει την ποίηση ως την αιώρηση ανάμεσα στην γέννηση και στη φθορά της αμφισβήτησης. Έτσι, κάθε που αμφέβαλλα, βεβαιωνόμουν πως ήμουν σε σωστό μονοπάτι. Είναι πολύ πυκνές οι σκέψεις της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη, συμφυρμένες με προσωπικά βιώματα, πολιτικές αιχμές και ανάκληση αναγνωστικών ερεθισμάτων. Ο λόγος της ταραχώδης, συνειρμικός, συνυποδηλωτικός, πλήρης από σύμβολα και μυθικές μορφές, με παρέσερνε σε δαιδαλώδεις λαβυρίνθους του μυαλού. Εκεί προχωρούσα ξετυλίγοντας ένα κουβάρι το οποίο θα με οδηγούσε πού; Στον Μινώταυρο ίσως του θανάτου; Ή στην απολύτρωση από αυτόν, στην έξοδο του λαβυρίνθου;
Αφήνω την εισαγωγή, για να κρυφοκοιτάξω μέσα από το προοίμιο το έναυσμα των συλλήψεων της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη. Σε ανοιχτό χώρο σαρκώθηκε το όραμα της ποιητικής αφήγησης. Πλατεία Αριστοτέλους, φθινόπωρο. Πυρετική η ματιά πάνω στο μικρό σύμπαν μιας πλατείας, που είναι σύμβολο συρρικνωμένο του κόσμου. Νοέμβρης μήνας, εμπεδωμένο φθινόπωρο με προανάκρουση του χειμώνα. Άνθρωπος σπαρμένοι στην πλατεία βαδίζουν τα καθημερινά τους βήματα και υπάρχουν, ανασαίνουν τις μικρές τους υποθέσεις με ανεπίγνωστη οδύνη.
“Ένας κόσμος να βελάζει συνθήματα
σε γωνιές από απελπισία στιλβωμένες
Με τη λύπη σα γλυκό να σερβίρεται κουταλιού.”
Ένα παιχνίδι παίζεται με ανυποψίαστους παίκτες του διαβάτες της πλατείας, τους περαστικούς του κόσμου. Επαναστάτες, τοξικομανείς, αναγκεμένους, εγωπαθείς, ρακένδυτους. Πραματευτάδες και θαυματοποιούς, αλυσόδετους ερωτευμένους σε εποχές που αντιμάχονται την χαρά, σε μέρες αμέρωτες, εξαγριωμένες από παγκόσμιες οικονομικές συμπαιγνίες. Κι η ώρα προχωρά στην πλατεία και
“Το φως στη στέρηση βουίζει ”
και “Την απώλεια θυμίζει της ζωής”
γιατί η συνάντηση ακυρώθηκε, γιατί όλοι οι άνθρωποι απολεσθέν έχουν πρόσωπο και κάθε σημασία μένει ανεπιβεβαίωτη, χωρίς ανάπαυση αφού κι “η αυταπάτη κλεισούρα μυρίζει”. Κι η μεγάλη πλατεία τελικά είναι μικρή για να εναρμονίσει τους ανίδεους που βαδίζουν και τα αμέτρητα περιστέρια “που τα φτερά τους προσανατολίζουν στο μέλλον”
Θεσσαλονίκη, πλατεία Αριστοτέλους στολισμένη, ζήση καθημερινή, Νοέμβρης μήνας και η θάλασσα κατάνακρα να εγκυμονεί τρικυμίες.
Το ποιητικό υποκείμενο φουσκώνει και ανοίγει, για να συμπεριλάβει αυτόν τον μικρό μεγάλο κόσμο έστω και σε μια σκηνή, σε μια περιγραφή, σε μια ενότητα ανθρώπινη που συναιρεί το ΕΚΕΙΝΟΣ ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ.
Ο σφυγμός της πλατείας χτυπά στον σφυγμό της ποιήτριας, που θα συνθέσει το αφήγημά της εμπρόθετα και εξελικτικά. Αρχή, μέση, τέλος= Εφηβεία, ωριμότητα, γήρανση, θάνατος. Βήμα βήμα περιδιαβαίνουμε την όχθη του φαινομένου της ζωής.
Το πρώτο μέρος, όπως προείπα, είναι αφιερωμένο στην εφηβεία και προτάσσει σε κάθε σελίδα στίχους του Έλιοτ του Ελύτη, του Σαρτρ, του Ρεμπώ, της Γώγου, του Σηφάκη καθώς και ρήσεις του Θερβάντες, Ηράκλειτου, Ουγκώ. Τα διαχρονικά αποφθέγματα Ελλήνων και ξένων διανοητών λειτουργούν ως τα κύμβαλα που αναστατώνουν την πνευματική συνείδηση του έφηβου και τον προκαλούν να αφυπνιστεί, να διαλέξει παράταξη, να συνταχθεί και να αποταχθεί ιδεολογικά.
“Θα γίνουμε άλλοι. Ίσα που προλαβαίνουμε. Αρκεί να
με λατρέψεις”
Γεμάτη οράματα η ήβη, γεμάτη βεβαιότητα για την καίρια μετουσίωση που θα πραγματώσει. Ο έφηβος κυοφορεί την αλλαγή μέσα στον βρασμό των οργάνων και των συναισθημάτων του. Βιάζεται και αδημονεί. Ο έρωτας, η ποίηση, της νύχτας η λατρεία, η θολή ουτοπία τού βεβαιώνουν πως η βούληση ήλεγχε τη μοίρα. Και ο έφηβος βούλεται να ορίσει το πεπρωμένο του, να βαδίσει πέρα από τις θρησκείες, τους εθνικούς μύθους, τις πεπατημένες οδούς, τις μέσες λύσεις και τις χρυσές τομές, την “υποταγή στη μεσότητα μήπως και αποφύγει.”
Η ανατροπή παρακαλά τον έφηβο. Η ποιήτρια ενδύεται την μάτια του και παρατηρεί τον κόσμο να λιμνάζει, να τελματώνει, να φοβίζει, να αστοχεί και να τρίζει. Ο εφηβικός νους βάλλεται και τα “βόλια σφηνώνονται στο νου”. Κάθε παραδεδομένη ιδέα γκρεμίζεται με γδούπο. Η φλόγα της αμφισβήτησης που καίει το πνεύμα του δεν είναι όμως άλλη από τη φλόγα που ταλανίζει το κορμί. Το γενετήσιο ένστικτο σφυροκοπά ακαταλάγιαστο και ο ίμερος ζητά επιτακτικά να πληρωθεί.
“Γέννα, ζευγάρωμα και θάνατος. Θα βαριόμουν!” Πόσο ανούσιος να τον διαβεί φαντάζει στα μάτια του νέου ο ακίνδυνος μονόδρομος της ενηλικιότητας. Το εφηβικό πέλμα προτιμά την αγωνιώδη περιπλάνηση από τον ήσυχο προσανατολισμό. Επιλέγει την εξορία από την Εδέμ και την ηθική της μανιώδους ανυπακοής.
“Να αλλάξεις τον κόσμο δεν είναι τρέλα ούτε ουτοπία. Είναι δικαιοσύνη”, παρακινεί ο πνευματικά ακμαίος Θερβάντες και ο σκοτεινός Ηράκλειτος υπερθεματίζει πως “στην αλλαγή βρίσκουν τα πράγματα ανάπαυση”.
Η ανόθευτη ματιά του εφήβου στιγματίζει κάθε σύμβαση και διαπιστώνει πως οι εκφάνσεις του βίου προβάλλονται σε παραμορφωτικό κάτοπτρο.
“Οι δολοφόνοι δεν είναι μοναχικοί που χάριν γούστου πράττουν το κακό.
Και όλες οι δημοκρατίες υπόκεινται σε τυραννία κάποιος μειοψηφίας. Και όλες οι δικτατορίες της τρέλας του καίσαρα υπώνυμες”
Ποια βία μπορεί να νομιμοποιείται; Ποιο πολίτευμα δε μοχλεύει ύπουλα συστατικά μέσα στις συνταγές της εξουσίας; Να απορεί ο έφηβος «και το ευγενέστερο να χάνεται στοιχείο”
Σταθερές δεν υπάρχουν πια:
-Η γλώσσα εκχυδαΐζεται και υποτάσσεται σε εύκολες ερμηνείες.
-Το κακό νομιμοποιείται ως δήθεν πεπρώμενο.
-Οι αξίες φτηναίνουν και εκποιούνται.
-Η Ιθάκη καταποντίζεται.
– Η ιστορία βοά ενοχή.
Τι είσαι, έφηβε; Τι είναι οι άλλοι για σένα; Τι φοβάσαι περισσότερο; Την απουσία; Την παρουσία; Τα χρηστά τους ήθη; Την υποκρισία ή την παθητικότητα; Την ασχημονή επί γης;
Και κοίτα πως τα φέρνει! Δεν είναι τυχαίο που παντού τα οφέλη απορρέουν και τους επικεφαλής. Καμιά αδικία δεν είναι τελικά τυχαία. Καμιά αξία δεν είναι αυτονόητη. Το άσπρο δεν είναι αθώο. Χρωματίζει τα κελιά της απομόνωσης, την ηρωίνη, την περιβολή των γιατρών, τα νεκροσέντονα. Δεν επιβάλλει, βέβαια, κανείς την επιλογή του μαύρου. Μια προτροπή είναι μόνο για την απαλλαγή από τα στερεότυπα.
Εμπρός, έφηβε, ξεκίνα μπροστάρης και δείξε μας τον βηματισμό ανώτερου σκοπού!
ΜΕΣΗ ΗΛΙΚΙΑ
Όλο ευθεία μπροστά, δεν μπορούμε να πάμε και πολύ μακριά.
Με μια φράση δανεισμένη από τον Μικρό Πρίγκιπα αναγγέλλεται στην ποιητική πλοκή η μέση ηλικία της ανθρώπινης φύσης. Η ρήση αυτή μπορεί να σημαίνει ότι το ευθεία μπροστά του μεσήλικα δεν έχει το βάθος ορίζοντα του νέου που ατενίζει ανεμπόδιστα το όραμα της ζωής. Ή αλλιώς γίνεται μια υπαινικτική υπόμνηση για τη συμβιβαστικότητα του ενήλικα, που έχει περιδιαβεί δρόμους και μονοπάτια, λεωφόρους και ατραπούς διαφορετικούς από την άκαμπτη χάραξη της νιότης του. Η μέση ηλικία έχει αφήσει πια τους ενθουσιασμούς της εφηβείας.
Κάθε είδωλο είναι μαρμαρωμένο.
“Στο φυλλορρόημα διαψεύδεται των χρησμών”.
Ιδεολογίες μεταμορφώνονται σε πεινασμένα θηρία “Δεξιά γκρίζες αρκούδες, βουβαλοι στα αριστερά ρώσικοι”
Η ανωτερότητα αποδεικνύεται αναλγησία “Όταν με τον άνθρωπο δεν ασχολείσαι, έχεις ήδη πάψει να είσαι άνθρωπος” ή αδιαφορία “Πρόσχημα αποποίησης είναι ευθυνών”
Οι μύθοι είναι πια συρρικνωμένοι, αποστεωμένες χίμαιρες γύρω από “της ελευθερίας την καταστρατήγηση”
Και οι μάχες που λαχτάρισε ο έφηβος γινήκανε “επαναστάτες από το ξύλο μισοπεθαμένοι”
Μα και η γνώση καλουπώνεται και δημιουργεί μαζική επιστημοσύνη, αφού “παράγουν εκπαιδευτήρια βιογραφίες και υπηκόους”
Η πίστη οδηγεί “ομόδοξους και αλλόδοξους σε ράχες κακοτράχαλες” και γεμίζει σκουπίδια ο περίβολος στα απόκρημνα εκκλησάκια.
Και το θρησκεύεσθαι από απάνεμο ειρηνικό λιμάνι μεταβάλλεται “Σ’ όχθης αριστερής η δεξιάς λεπίδι” στα χέρια φανατικών.
Ο μεσήλικας έχει παρακολουθήσει “την αλάνα της ζωής” να εποικίζεται από φτώχεια και αθλιότητα, ανάλγητη ψευτιά, μικροπολιτικούς μαγαζάτορες, νόμιμους ή άνομους φορείς της βίας, τρομοκράτες και τοξικομανείς. Όλο το φάσμα της κοινωνικής παθογένειας διαδηλώνει στην πλατεία-κέντρο της ζήσης και επίκεντρο του κόσμου ενώ ο ώριμος άνθρωπος δεν έχει πια πολλές ζωτικές αυταπάτες.
Η ατομική ύπαρξη, πολλάκις πληγωμένη “να δέχεται πρώτες βοήθειες σε μια πολυθρόνα ψυχανάλυσης με συναισθήματα κομματιασμένα και μνήμες νεκρές νοικοκυρεμένες”
Έχει επίγνωση των φαύλων και γεύση των πικρών ο άνθρωπος της μέσης ηλικίας. Έχει γεμίσει το δισάκι του με αυτό που καλούμε πείρα, κάτι που θα το όριζα πύρινη ανάμνηση των τραυμάτων μας. Μα ο συνειδησιακός ταλανισμός του ενήλικα κάπου πρέπει να αναπαυτεί, μια ανισορροπία να εγγίσει. Ο μηδενισμός είναι ένας στρόβιλος σε σκοτεινές δίνες. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος, το ΕΓΩ που ορίζει και το ΕΣΥ που λαχταρά να ορίσει, αναζητά μια εσωτερική σταθερά στον έρωτα, στην επαιτεία του μέγιστου. Τότε η ποίηση γίνεται φωτοχυσία και “σπήλαιο μαγικό με κεραμίδια άθραυστα και σταλακτίτες παρηγορητικούς για το άντυτο και πληγιασμένο σώμα”
Με μιας οι άνθρωποι αρχίζουν σαν παράξενοι το ποτάμι να διαβαίνουν ταξιδιώτες, οδηγούμενοι προς τα γεράματα, τον επίλογο της ζωής που είναι συνάμα και το πρελούδιο του επέκεινα του μεταφυσικού, του μεταθανάτιου οίστρου που μας ζαλίζει. Ο θάνατος είναι γκρεμός, που όσο κι αν απομακρυνθεί κανείς από κοντά του, αισθάνεται το ρίγος του και ξέρει ότι πάντα θα χάσκει και θα αναμένει την πτώση από παραίτηση, απλή περιέργεια ή κακή στιγμή.
Ο υπαρξιακός φόβος διαποτίζει το άτομο και το αφήνει έκθετο σε κάθε άλλου είδους φόβο. Όσο πιο πολλά ξέρει κανείς, τόσο πιο πολλούς λόγους έχει να φοβάται. Καταφυγή του φόβου μόνο το φιλί, “διότι μόνο αυτό εξημερώνει”. Κατάλυση του φόβου ο έρωτας.
“Μόνο πόρτα ψηλή για εκείνον,
Δίχως κούφωμα.
Και εκείνη Αστερία η μέγιστη
ορτύκι κάθ’ αυγή να γίνεται
Την προς Διαν φεύγουσα συνουσίαν”
ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ
Τρίτη ηλικία, τελευταία ηλικία, η ύλη τελευτά. Τα είχαν αλήθεια καταφέρει, έζησαν, έμαθαν, αγάπησαν, έφτασαν στις εσχατιές της ύπαρξης. Ο έρωτας, βέβαια, ακόμα διεκδικεί το μεράδι του στα ανύσταγα μέλη, τους ψιθύρους, τη συγκίνηση, τα δώρα και την μοιρασιά των φιλιών.
Εκείνος και εκείνη συνεχίζουν να ζυμώνονται ως ζευγάρι αλλά παρόλα τα χρόνια της κοινής βιοτής τους οι ευαισθησίες τους είναι ασύμπτωτες και η επικοινωνία τους παρεμποδίζεται από τους διαφορετικούς κώδικες της σκέψης και του λόγου, τους γρίφους της που πάντα τον εκνεύριζαν. Εκείνος και εκείνη, δύο κόσμοι διακριτοί ως το τέλος. Η αλληλοεισχώρηση δεν είναι εξ ορισμού αυτονόητη. Οι ενέργειές τους μοιάζουν κάποτε προσχεδιασμένες στρατηγικές κινήσεις πάνω στη σκακιέρα όπου τακτικισμοί αναδεικνύουν τον επικρατέστερο.
Εκείνος και εκείνη δεν παύουν να λειτουργούν μέσα στα περιγράμματα του κοινωνικού φύλου τους. Εκείνος εντρυφά στην πολιτική και την επιστήμη, πίνει καπνίζει και μιλά για όσα συμπεραίνει. Μιλά και αποφαίνεται ως πολιτικός ανήρ. Εκείνη πάλι σιωπηλά εμπιστευμένη στην ηθική του υψηλού λόγου συντροφεύεται από τα διαβάσματά της και κρατά τα όνειρα της ακοινώνητα από κείνον, διαχωρισμένα.
Εκεί όπου θα συναντηθούν οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας είναι στις εμπεδωμένες ιδέες, στις πλάνες που υπερέβησαν, στην επίγνωση που κρυστάλλωσαν:
-Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε συνολικά τον κόσμο, όλοι οι τόποι ενώθηκαν σε παραθύρι από που κοιτάμε την υλική μορφή της πραγματικότητας.
-Δεν είναι άπειρη η ζήση ούτε άφθαρτη.
-Δεν υφίσταται η αιωνιότητα μόνο η παροδικότητα.
-Το άτομο πλήττεται από αδυναμίες: Αμορφωσιά, Καταφυγή στην μαζικότητα και Φθόνος, αδιάλειπτος και δηλητηριώδης.
– Ας μη τσιγκουνευόμαστε, ωστόσο, τη γενναιοψυχία και τη γενναιοδωρία. Ας μην περιμένουμε καν την αναγνώριση από τους άλλους. Οι άλλοι ξέρουν να μας απορρίπτουν.
-Να αποστρεφόμαστε τον οίκτο, σάλιο π’ αηδίαζε βατράχου στο μάγουλό μας.
Κι όσο εμπεδώνεται η προσωρινότητα, προχωρά κι ο απολογισμός της ζωής. Το πεπρωμένο κρατά με σχολαστικότητα τα πρακτικά του, τις ματαιώσεις, τις αστοχίες, τις αντιφάσεις που δε φτάσαμε να γεφυρώσουμε.
Ο απολογισμός των πεπραγμένων και απράκτων γίνεται επιτακτικός όσο τα βαριά πέπλα του θανάτου τυλίγουν το σώμα της ζωής. Τα νοσοκομεία φτιάχνουν τον προθάλαμο της αναχώρησης, της νυχτερινής πορείας μέσα από αποσκελετωμένα μαύρα δάση με λεφούσι απο μύγες να ακολουθεί.
ΜΑ ΟΛΟΓΥΡΑ Ο ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ ΜΕ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΜΑΝΔΥΑ
ΤΗ ΧΑΡΜΟΝΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΣΠΙΡΟΥΝΙΖΕΙ.
Η ύλη διχοτομείται, παραχωρείται στη σκιά. Καμιά δύναμη δεν μπορεί να αντιστρατευτεί το τέλος, όπως καμιά δύναμη δε συγκρατεί το φύλλο που έφτασε η ώρα του να γλιστρήσει από το δέντρο. Η προετοιμασία του ταξιδιού φέρνει ηδονικό οίστρο και οι άνθρωποι γίνονται θανατοναύτες σε μοιραία πλεύση.
Ο θάνατος είναι βέβαιος, μα όχι ανοίκειος. Η πολιτεία μοιράζει την τράπουλα και σκορπά νόμιμες θανατικές ποινές. Σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε φυλακές και ορφανοτροφεία, στην κρατική βία και στον βιασμό. Είναι αινιγματικό το πώς η βιαιοπραγία κι η νομή του θανάτου καθαίρονται, όταν βαπτίζονται κρατικός νόμος.
Εκείνη νιώθει πως λίγο-λίγο ξεθεμελιώνεται και μελετά την άμμο, τις γούβες, τα ξεριζωμένα χόρτα, τις τρύπες της διάβρωσης. Μα δεν απελπίζεται. Τη μεθά ο ίμερος της αθανασίας και αφουγκράζεται στις οπές μελωδικούς ψιθύρους.
Ο θάνατος με μεγαλοσύνη παραστέκει σαν τον δάσκαλο που κοιτά τα μαθητούδια να σχηματίζουν με κιμωλία στον μαυροπίνακα το υποτιθέμενο πρόσωπο της ευτυχίας. Εκείνος και Εκείνη ακούνε το άγγελμά του με ηρεμία και νηφάλια γνώση. Έχουν συνειδητοποιήσει πια το ταξίδι και τυλίγονται στωικά στην κάπα τους. Μα μήπως και η ζήση δεν είχε διαπεραστική παγωνιά;
Αέναος ο κύκλος του χρόνου δε θα πάψει να γυρίζει ακόμα και μετά το φευγιό των παράξενων ταξιδιωτών, που είναι παράξενοι, γιατί δε φοβούνται πια. Η ύστατη πόρτα θα τους σφαλίσει με επιείκεια, η Αθανασία τους φωτίζει μέσα από τα κεριά που άναψαν και ο θάνατος γνέφει ευεργέτης των πόνων τους.
Και έπειτα τι; Ένα άλμα στο επέκεινα. Τι τους περιμένει; Νέα παθήματα; Αν πιστέψουν στο μεταθανάτιο, ίσως σωθούν. Αν προεκταθούν στο άπειρο, μήπως έτσι κατατροπώσουν την ανθρώπινη φθαρτότητα. Το σώμα γδυτό και γεμάτο τραύματα ορθώνεται και οδοιπορεί ή κολυμπάει στην άμετρη θάλασσα. Γυρεύει τη νίκη και τον θρίαμβό του, όπως κι αν αυτό διηθείται από τα θεολογικά και ιδεολογικά φίλτρα του καθένα μας.
Με έναν αναστεναγμό άφησα τους παράξενους ταξιδιώτες στο πιο αυθεντικό ταξίδι τους, εκεί όπου καταλύονται ο χώρος και ο χρόνος. Δε μου μένει πια παρά να συγκεφαλαιώσω. Η σύνθεση της κ. Τυμπλαλέξη μοιάζει με σπουδή της ανθρώπινης ζωής, συνεπώς και του αμετάκλητου τέλους. Σκηνή τη σκηνή παρακολουθούμε μια τραγωδία που άρχεται με την ύβρη της νιότης και επισφραγίζεται με την κάθαρση του τέλους, που το υποπτεύομαι μέσα από τις γραμμές λυτρωτικό. Όσο άφοβα η ποιήτρια χειρίζεται τη γλώσσα, φτάνοντας ως τη λεξιπλασία όρων όπως θανατοναύτες, φτωχοσύνθεση, η ανθρωπώ, τόσο άφοβα ψηλαφεί και τον θάνατο.
Αποτολμά, συναισθάνομαι προσωπικά, να τον αποδυναμώσει από το ζοφερό κράτος του και να αποκλιμακώσει την απειλή του ύψιστου κακού, σαν τον Σωκράτη που απορεί γιατί να μας απειλεί αυτό που μας είναι άγνωστο. Αν πρόκειται όμως να ανατρέξω στους κρουνούς της αρχαιοελληνικής σκέψης, ο πιο ταιριαστός φιλόσοφος δεν μπορεί παρά να είναι ο Επίκουρος που αποδομεί τον επιθανάτιο φόβο με το περίφημο «Όπου είμαι εγώ, δεν είναι ο θάνατος! Όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ!». Και αλήθεια έτσι είναι! Με τον θάνατο δε θα προφτάσουμε να γνωριστούμε. Προς τι οι φοβίες μας, λοιπόν; Γιατί να είμαστε δεσμώτες τους; Και κάπου εδώ ενώνονται οι αρχέγονες φωνές με εκείνην της ποιήτριας που αποφαίνεται πως Φόβος ανελευθερία εστί…