Φωνή Α’: Εν αρχή ην η Τελεία.
Έπειτα έγινε η Γραμμή.
Φωνή Β’: Ταΐζεις την πλήξη μου!
Ας παίξουμε, αν θέλεις…
Φωνή Γ’: Στην Κορυφή ένα φρούριο
Τι έχει Σημασία;
Φωνή Δ’: Τα σπλάχνα των Ποιητών είναι το Φρούριο,
Έλα, τον ήρωά μου θα ενσαρκώσεις!
(Στο ημίφως)
Άνδρας:
Μανιτάρια πολλά! Δάσος και φράουλες…
Γυναίκα:
Ώρα να βγεις απ’ το Δάσος!
Να δεις πως τα Μανιτάρια υποτάσσουν την Ομοψυχία στην Πολιτική Μηχανή.
Να δεις πως κι οι Φράουλες μετατοπίζουν τις προβληματικές τους αποφάσεις.
Να δεις πως κι ο Χάρτης μετατρέπεται σε καθαρή Αλληγορία.
Θα Σε περιμένω!
Κει που στερεύουν οι γραμμές κι η Μάνα, π’ αιώνια έλειπε σ’ απονομές.
Στον Εποχών τον στίβο μ’ όλες τις προπονήσεις,
Να διαδίδουμε ευχές κάθε π’ αλλάζουν οι μήνες·
Πορείες να κάνουμε διαμαρτυρίας κάθε που άστεγοι δολοφονούνται·
Όλα τα μπορούμε,
Πάνω στο πράσινο σεντόνι του Βούρκου…
Θα χορεύω στριφογυρίζοντας στην άδεια κάμαρα τους τοίχους ηδονίζοντας,
Γένους αρσενικού κι αυτοί, βλέπεις·
Μάσκες θα βάφω με ύφος πολύτροπο χωρίς να σκιάζομαι ποτέ,
Μαύρου πυρετού εξάρσεις θα βγάζω πάνω τους με τη μπογιά·
Κι ό,τι θα Με γλιτώνει, θα Σε εξημερώνει!
Σανίδες καραβιού σπασμένες στα κούφια Νερά…
Μη με φοβάσαι!
Έλα τα likes μας ν’ ανταλλάξουμε!
Θα νομίζω πως μ’ εγκωμιάζεις,
Θα νομίζεις πως με νοιάζεις·
Με τις 187Α εφαρμογές στο κινητό σου,
Ο βασικός μου θα γενείς κατάσκοπος…
Καμιά έναρξη στην Αρχή.
Το Τέλος είναι η τυραννία των στιγμών…
Φωνή Α’: Να γράφω ή να μη γράφω στην πίσω σελίδα;
Φωνή Β’: Βγάλε μια selfie κι άσ’ την, στην ιερατική της χλαίνη να
κοπιάσει·
Στου Carpe Diem κάνε check-in τη δυστοπία,
Κι άσ’ την εξομολόγησή σου να προσκυνήσει·
Εκεί, στην Πίσω Σελίδα…
Φωνή Γ’: Αλκοόλ για τον ύπνο. Μα σήμερα η πόρτα είναι ανοιχτή…
Φωνή Δ’: Ίσως κι η Πόρτα να ’χει πειστεί πως για να πετύχει πρέπει να
πουληθεί!
Πιότερο βαραίνει η σιγουριά στης συναναστροφής τη ζυγαριά…
Φωνέ έξωθεν:
Εν τέλει,
Μόνο η Συνείδηση·
Θ’ αναμετριόταν με την Πανσέληνο…
Στο γκρι κτήριο βασίλευε η μούχλα.
Και βέβαια οι μύκητες δεν μπορούν να χτίσουν την αποικία τους πάνω στο ατσάλι, ούτε στο γυαλί.
Και βέβαια αυτή δεν ήταν η γνωστή βελούδινη μορφή της άσπρης-πράσινης-μπλε μούχλας.
Ήταν μία μούχλα αόρατη στο χρώμα του δέρματος.
Για την ακρίβεια είχε ποτίσει το δέρμα σε τέτοιο βαθμό που ήταν αδύνατο να κατανοήσουν οι ίδιοι οι φέροντες.
Ήταν σαν ένας διάφανος μανδύας που έκλεινε κάθε πόρο του δέρματος.
Κάθε που άνοιγε η μπάρα έμπαιναν μέσα τα στρατιωτάκια, δένονταν με καλώδια και παρακολουθούσαν το ένα το άλλο.
Μέχρι που να μην διακρίνεις ποιος ήταν μεγαλύτερος ή μικρότερος Χαφιές.
Αλλά σε όσες καρέκλες κι αν σκαρφάλωναν πόδια δεν φύτρωναν ποτέ.
Έρποντας λοιπόν τα σκουλήκια, ακουμπούσαν με το σάλιο τους διάφανους μανδύες για να σχηματίσουν κολλώδεις Σβάστικες ή Αστερόεσσες.
Συνείδηση:
Λίγο πριν ξημερώσει και δεν κοιμάμαι!
Ομάδες εδώ – Ομάδες εκεί, αυθαιρετούν στη βούλησή μου, μέλος τους πως να γενώ,
εγώ η α-δέσποτη με του αυτοδίδακτου τη σιγουριά.
Μες σ’ αυτή τη βάρκα είμαι μοναχή.
Δονείται η οθόνη του κινητού μα κανένας αριθμός, ούτε καν ένδειξη «απόκρυψης».
«Εδώ φρίκη. Εκεί;» μια φωνή στριγκιά απ’ το υπερπέραν με τόνο επιτακτικό,
απόκριση ν’ αξιώνει.
Πέφτει το ακουστικό απ’ τα χέρια και τραμπαλίζει εκλιπαρώντας.
Σ’ αυτόν που μήνυσα να ’ρθει, το αναλλοίωτο έριξε στην αντίστροφη μέτρηση.
Μ’ όλα τούτα τα φτιασιδώματα πόσες στιγμές σου χάρισα γέλιου,
και πόσα περίγελου αγιάσματα σαβανωμένου.
Κι όταν η Γνώση η ίδια μεροληπτούσε μα οι δάσκαλοί μου άφαντοι της αιμορραγίας να καθετηριάσουν τα ύποπτα λοφία·
Κι όταν οι Έρωτες όλοι στο ΕΓΩ τους με θυσίασαν·
Κι όταν οι δικτάτορες επαίρονταν γι’ αγιοσύνη,
επειδή η Δημοκρατία το εκμαγείο φόρεσε χειρότερου φασισμού·
Έτσι ανύποπτη κι αγαθιάρα να περνώ απ’ το Πειθαρχικό για έλλειψη πανουργίας,
μ’ όλα τα ηλεκτροσόκ να εγγυώνται τη φυλάκιση της μνήμης στη σαρκοφάγο.
Φωνή Α’: Δεν συμφωνώ με τον τρόπο που ζείτε.
Όχι! Δεν θέλω να ’μαι σαν κι εσάς!
Φωνή Β’: Κάποιοι όφειλαν πόρτες και παράθυρα να σφραγίσουν,
Την αγοραπωλησία του Ανθρώπου ν’ απαθανατίσουν·
Να τον ξυλοφορτώσουν κι αιμόφυρτο να τον ξαναχώσουν στα κελιά,
Να επιτηδεύονται οι Εποχές το ύφος του σώματός του·
Φωνή Γ’: Τη διαδρομή πάντα την απολάμβανα.
Κι ας την είχα κάνει τόσες φορές.
Πάντα κάτι άλλαζε!
Φωνή Δ’: Μείναν της Ανθρωπότητας οι αίθουσες άδειες και δυναμώνει η
Αντήχηση,
Μείναν της Οικουμένης οι σπηλιές χωρίς βήματα κι η Ηχώ υποφέρει·
Ανθρωπότητα δίχως αντήχηση κι Οικουμένη δίχως ηχώ,
Φωνή Έξωθεν:
Η περιοχή θύμιζε εμπόλεμη ζώνη αλλά τόσο διαφορετική!
Στον αληθινό Πόλεμο η αναταραχή πυροδοτούσε τη Σκέψη,
το αίσθημα της επιβίωσης συνδαύλιζε τη Δραστηριότητα,
φύονταν πόδια και βήματα χάλευαν προς τη Δημοκρατία.
Μα τούτος ήταν ένας άλλος Πόλεμος.
Ήταν ένας πόλεμος που ονόμαζε τον εαυτό του αυθαίρετα Ειρήνη.
Συνακόλουθα η πλειονότητα του πληθυσμού παλιμπαίδιζε ήσυχα στα social medias.
Το πνευματικό κατεστημένο είχε υποδουλωθεί στην κρατική-ιδιωτική εξουσία.
Συνδικάτα και λαϊκά κινήματα είχαν υποτάξει το ηθικό τους στον οργανωμένο φασισμό.
Κι οι αναπνοές περνούσαν απ’ τη διαδικασία των ακροάσεων προς έγκριση.
Συνήθως δεν εγκρίνονταν, απλώς υποβοηθιούνταν δια μέσου τεχνικής υποστήριξης.
Κι είχε τόσο προοδεύσει η Τεχνολογία που τα στρατιωτάκια δεν καταλάβαιναν
τους ενσωματωμένους σωλήνες στα πνευμόνια τους,
μήτε τη μηχανική ανάσα που έπνιγε ενίοτε.
Κάθε βράδυ ξέπλεναν ένα κατάπλασμα για να το προσαρμόσουν στις αισθήσεις, με το επαναλαμβανόμενο νανούρισμα αυτές θ’ αποκοιμιούνταν μια για πάντα,
κι όλες οι καταθέσεις των μαρτύρων θα είχαν την ανάλογη αξιοπιστία.
Ο λόγος διάπραξης όλων αυτών των «απαραίτητων ενεργειών» ήταν τα Παιδιά και το Μέλλον τους! Μα τα παιδιά όλο κι απομακρύνονταν από κοντά τους.
Κι όταν μεγάλωναν έχαναν κι εκείνα τα πόδια τους κι άρχιζαν να σέρνονται στο χώμα!
Κάποια μέρα ήρθε στο κτήριο μια αδύνατη γυναίκα με Μπλε μάτια.
Την έλεγαν Συνείδηση…
Συνείδηση:
Λίγο πριν ξημερώσει και δεν κοιμάμαι!
Τόσα κάγκελα να με περικλείουν και σύρματα ηλεκτροφόρα.
Μια νυχτερίδα μικρή, π’ αυθάδικα τρύπωσε στο δώμα, πώς να φονεύσεις.
Την έπιασα απ’ τα φτερά, ενδεικτικό μιας δίτομης προσπάθειας, να τη βγάλω στο μπαλκόνι.
Κόλλησε το υγρό της πάνω μου.
Κι άλλος που δεν εμπιστεύεται την ελευθερία του,
μονολόγησα με εφησυχασμό-πανικό ανάμικτα.
Βρες της μια διαταραχή, στον Πίνακά σου ν’ αναρτήσεις.
Ή στείλ’ τη στη Βιστονίδα, όρκους να προσκυνά στο περίγραμμα,
χρυσόβουλα να μεταφέρει αφρούρητα από POS,
έτσι κι αλλιώς τα πουλιά παράξενα κρώζουν πια εκεί.
Σ’ εσένα επαφίεται θεραπευτικό μου Κράτος.
Ξέρω πως με κρυφοκοιτάζεις!
Στους πυροκροτητές να τρέχω ανάμεσα με του Ορφανού τη Δύναμη.
Πως κρυφοδιαβάζεις, ξέρω!
Τον επώνυμο βηματισμό μου στους γκρεμνούς.
Όταν έβαλες τους παρατρεχάμενούς σου να κλέψουν τα ημερολόγιά μου,
Μιαν εξουσία ιδιωτική, π’ άκριτα σείει τα δάχτυλά της.
Ξέρω πως με μισείς!
Επειδή του εκκρεμούς μ’ απορροφούν οι ταλαντώσεις,
όταν τις σταυροφορίες του εκκινεί ο Χρόνος.
Τη γέννηση στην αναπαραγωγή να ρίξει, τον μόχθο στου Κυβερνητισμού τους διαχειρισμούς· διαμορφώσεις να προικίσει η Μελέτη,
Φωνή Α’: Άσε το χέρι μόνο,
να κυλήσει στο χαρτί και να βγάλει τα μέσα σου…
Φωνή Β’: Ο Κόσμος δεν θ’ άλλαζε.
Επειδή οι Eloi και οι Morlock δεν αλλάζουν τη συμπεριφορά τους.
Φωνή Γ’: Χέσε μας Μαλάκα!
Θα σε έπαιρνα τηλέφωνο
αλλά είναι 3:44 το πρωί και δεν θέλω να ενοχλώ.
Και για τα τυπικά της ώρας δεν σε παίρνω!
Μην ενοχλώ…
Φωνή Δ’: Όχι! Ο Κόσμος δεν θ’ άλλαζε.
Επειδή τα τυπικά της Ώρας επενδύουν με τον πιο επικερδή τρόπο,
Επειδή απλώς δεν ξημερώνει, ούτε καν με θεωρητική συνεισφορά…
Έξωθεν Φωνή:
Τα σκουλήκια τυφλώνονταν όταν τα κοιτούσε.
Με τρόπο απόλυτα εκτυφλωτικό το Μπλε εμβόλιζε τις κόρες των άλλων ματιών.
Και το Οξυγόνο ξαφνικά έκαιγε τα ρουθούνια.
Δεν άντεχαν τόσο οξυγόνο να εισβάλλει στον εγκέφαλό τους!
Όλοι βιάστηκαν να υποθέσουν πως επρόκειτο για την προσγείωση του Μεφιστοφελή
στα Εγκόσμια και ιδιαίτερα στον προαύλιο χώρο του Γκρι κτηρίου.
Άρπαξαν σταυρούς και παρατάχθηκαν στην περίφραξη σιμά.
Για να σώσουν τα Παιδιά, πάντα συνιστούσαν αυτά μία καλή δικαιολογία
για τα πεπραγμένα του Κόσμου.
Με μανία έσκισαν το φόρεμά της,
κι όποιο στρατιωτάκι θα προλάβαινε ένα κουρελάκι άχραντο για τρόπαιό του να υψώσει,
θα είχε bonus time.
Ναι! Μην απορείτε καθόλου!
Μέσα στο Γκρι Κτήριο τα σκουλήκια έκοβαν σε μερίδες τον Χρόνο και τον μοίραζαν,
πρωτίστως η επικυριαρχία είχε επιβληθεί στον Χρόνο.
Να τρομοκρατήσεις την πυρρά του Χρόνου, μέγα επίτευγμα…
Συνείδηση:
Κι εγώ σε κρυφοκοιτάζω!
Στης άλικης απελπισίας σου τη σπουδή
Κι εγώ σε κρυφακούω!
Με το τεράστιο θαλασσινό κοχύλι· χνάρια οι κυνισμοί που με γοητεύουν,
Τόσα χάρισες στη γκρίζα φυλή, να περισπάς την προσοχή της, να ξεχνιέται.
Να εκπαιδεύεται στην υποδούλωση, ν’ αντέχει την καταφρόνια.
Σ’ ηδονές να βυθίζεται, μ’ ανέραστη από θλίψη.
Τι να τα κάνεις και τα πάρκα χωρίς φύλλα.
Τι να τα κάνεις και τόσα συρτάρια χωρίς ενθύμια.
Είν’ ωραίο να μη μ’ αγαπάς!
Το δέρμα μου βγάζει τρίχες χοντρές κι αλλιώτικες·
τα μπλε μου μάτια γίνονται κόκκινα κι οι θνητοί δεν μπορούν να τα βλέπουν·
δεν χρειάζομαι φωτιές για να διώξω τους λύκους.
Είν’ ωραίο να μην έχω άλλο τίποτα να χάσω!
Είν’ ωραίο να μη μ’ αγαπούν!
Δεν φυλάκισα Κανέναν, στην κόκκινη βαλίτσα μου.
Λίγο πριν ξημερώσει και δεν κοιμάμαι!
Για τους τύπους δεν σου χτυπώ το ρόπτρο,
ειδάλλως γνωρίζω πως ούτε κι εσύ κοιμάσαι.
Στο μαξιλάρι σου κοριοί, όσα στρατεύματα στην αιώρα να σου φέρνουν αέρα.
Κοίταξέ με!
Φανερά στην ανοιχτοσύνη, indemne des malheurs.
Μην ξεχάσω ν’ απαντήσω στον εκκωφαντικό ήχο.
Στην άλλη άκρη τ’ ακουστικού μ’ αδημονία ακόμη περιμένει.
Σε πόσα όρη σκούρα τις στρατιωτικές του να πραγμάτωσε ασκήσεις.
«Φρίκη κι εδώ…»
Φωνή Α’: Οι κανόνες έχουν μπει στα προηγούμενα.
Φωνή Β’: Οι στρογγυλές ευδίες μ’ αρρωσταίνουν. Είναι déjà vu!
Τι να την κάνεις και τη σελήνη, αν δεν είναι μουντή.
Άλλο την ήβη να προκαλείς ενός Άνδρα, κι άλλο τη σκέψη του…
Φωνή Γ’: Βέβαια είναι πάντα για να προσπερνιούνται και να παραβιάζονται.
Φωνή Δ’: Αυτή τη «Μεγάλη Περιουσία» λοιπόν, στις νέες γενιές
καταλείπουμε.
Έχει σοκάκια στον αέρα;
Μη σκοντάψει το αεροπλάνο μας…
Έξωθεν Φωνή:
Τα Παιδιά δεν σώθηκαν!
Εν τέλει,
Μόνο η Συνείδηση·
Θ’ αναμετριόταν με την Πανσέληνο…
Φωνή Α’: Τα Όνειρα δεν είναι τα ίδια στην πράξη!
Φωνή Β’: Αναρωτήθηκες ποτέ αν φταίει η Πόρνη ή ο Πελάτης;
Κι όταν ερευνήσεις το θέμα, να Με ειδοποιήσεις.
Κι όταν Με ειδοποιήσεις,
Θα ’χω αφήσει τις φλόγες να περάσουν απ’ όλες τις τρύπες…
Φωνή Γ’: Τι να σου πω! Μετά από λίγο, αφού το ξεχνάμε και ξεχνιόμαστε…
Φωνή Δ’: Μη μου πεις! Δεν θέλω λέξεις.
Κι ήρθε ένα πρωί!
Κι έμενε άστεγο της Ελευθερίας το αίτημα.
Κι επανάσταση λογιζόταν των «burgers» η βρώση κι ο Χαφιεδισμός.
Κι ήρθε ένα πρωί!
Π’ ο Φασισμός μετέβη από στρατόπεδα σε φυλακές και ψυχιατρεία·
Σ’ εργαστήρια και διδασκαλεία.
Άνδρας:
Χάνομαι.
Δεν ξέρω ν’ απαντήσω.
Θα κάνω ό,τι Θέλω!
Θα πάω εκεί που σερβίρεται η Ελευθερίνη…
Γυναίκα:
Μέσα στην τσάντα των Ανθρώπων εκκολάπτονται τα χρήματα,
Σε μία σάκα γεννήθηκε μια προβολή αστρική·
Και στην Τάξη τρέχαν να καλέσουν τις πρώτες βοήθειες.
Σίγουρα θα γελούσες με τα κατορθώματά σου!
Κάπου εκεί ίππευα κι εγώ Μόνη τα Πινέλα,
Κάπου ανάμεσα στις κούτες μεγέθυνα τα χρώματα·
Και με συνέλαβαν για διακίνηση Ελευθερίνης…
-
Απαγγέθηκαν αποσπάσματα από την ποιητική σύνθεση «Βρυώδη Μαυσωλεία», Ευαγγελία Τυμπλαλέξη, Εκδόσεις Πηγή, Αθήνα 2019, όπως αυτή παρουσιάστηκε υπό τη μορφή θεατρικού δρώμενου στις 15 Νοέμβρη στην Αθήνα στην αίθουσα «Αίτον», Τζιραίων 8-10.
Κατά την απαγγελία των αποσπασμάτων ακούγονται:
-
Asaf Avidan – Love it or Leave it
-
Asaf Avidan – In a Box II – Her Lies
-
Asaf Avidan – In a Box II – Bang Bang
-
Σκηνοθεσία: Ευαγγελία Τυμπλαλέξη
Συμμετέχοντες:
-
Συνείδηση: Αθανασία Δρυμούση
-
Έξωθεν Φωνή: Βαγγέλης Βοροτσάκης
-
«Φωνή Α’»: Ροζίνα Βουλγαράκη
-
«Φωνή Β’: Ελένη ζέρβα
-
«Φωνή Γ’»: Χριστίνα Γαλανάκου
-
«Φωνή Δ’»: Άρτεμη Μπούταλη
-
Άνδρας: Αλέξανδρος Τσαντίδης
-
Γυναίκα: Ευαγγελία Τυμπλαλέξη
-
Στην κάμερα: Κωνσταντίνος Γαλανάκος