Όλες απερίφραστες οι αρνήσεις,
Κι η εκβλάστηση ακόμη των σπόρων…
(Πατήστε για να ακούσετε την ηχογράφηση)
Σήμερα είχε γεννηθεί ένα βρέφος επικίνδυνο που θ’ αφαιρούσε:
Μερικές παραγράφους από κείμενα πολύ σημαντικά∙
Κάποια αρχικά ή τελικά φωνήεντα απ’ τις λέξεις∙
Κάποια μέλη απ’ το σώμα της συσκευασίας.
Οι βιαιοπραγίες π’ άρχισαν πιστώθηκαν σε κάποιον ονόματι Ηρώδη∙
Επειδή γνώριζε πως να ποτίζει τον λαό του μ’ αφέψημα βερβένας.
Στρατιώτες λόγχιζαν- Γραμματείς πρωτοκολλούσαν-Φαρισαίοι επικύρωναν,
Επειδή απλώς έκαστος έκανε τη δουλειά του∙
Κι ύστερα μαζεύονταν και γλεντούσαν τα τριάντα αργύρια.
Η εικονογραφία δραματοποιούσε τα κακέκτυπά της!
Οι διανοούμενοι, λέει, ήταν από τζάκι∙
Η Ζωή, λέει, ήταν διανοούμενη∙
Μα έψαυε στα δειλά, κάθε που μούχρωνε, το τζάκι.
Οι ερωτευμένοι, λέει, εκδικούνται∙
Παθιασμένο της Ζωής, λέει, για τον Έρωτα το ενδιαφέρον∙
Μα κανένας της εκδίκησης θρίαμβος δεν ευδοκιμούσε∙
Θνητές κι οι θεωρίες ακόμη των Θνητών.
Στον «θαυμαστό καινούριο Κόσμο»,
Ο Xaxley είχε τακτοποιήσει τους ζωντανούς-νεκρούς∙
Την οριστική χαρίζοντας επιστροφή τους∙
Σ’ ιδιότητες αντισπασμικές της εξάλειψης της Σκέψης.
Ξέχασα ν’ αναφέρω πως το βρέφος ονομαζόταν:
Χριστός ή χρηστός ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων.
Κανένα κουφάρι δεν χρειάζεται μεταμφίεση.
Στην αρχή του διαδρόμου μηχανήματα εκβραχιστικά!
Κουρτινάκια με τα δάχτυλα ραμμένα∙
Πανάκια τακτοποιημένα στα συρτάρια∙
Τοίχοι βαμμένοι με μεράκι∙
Μούστος ζυμωμένος στον κάδο∙
Κάθε ιερέας φορούσε τ’ άμφιά του∙
Κάθε καμπάνα μοιρολογούσε τα παράπονά της∙
Θνητοί που πλήγωσαν και πληγώθηκαν∙
Το κόστος Ελευθερίας ένα πολιτικό διακύβευμα.
Το Χιόνι σκέπαζε το έλκηθρο, χειμαζόταν κι ο Διόνυσος επίσης!
Εμβολιασμένη με κληρονόμους η παράδοση∙
Της Λώρας παρατεταγμένα τα γυάλινα ζωάκια∙
Φυλακισμένοι οι στίχοι και στείροι στα βραβεία τους∙
Με κλειδί άνοιγε ένα σοκάκι ο κάθε Νάνος∙
Ο κάθε Γίγαντας σ’ ένα σημείο τ’ αφόριζε καμπής∙
Μια παρόμοια συνεισφορά στον Κόσμο∙
Σαν του αποτελέσματος πραγματισμός∙
Η Αλαζονεία ίδια στο Χάος ή στη Νομοτυπία.
Τίποτα δεν έλειπε…
Στη μέση του διαδρόμου η τροποποίηση του μύθου!
Ο αναβάτης μαστίγωνε το άλογο,
Προς απόσπαση της συναίνεσής του∙
Ο άνεμος μαστίγωνε το πρόσωπο,
Προς υφαρπαγή της ομολογίας του∙
Η κριτική μαστίγωνε το έργο,
Προς διαγραφή του ευνόητου∙
Στου Στόχου την Κεφαλή μηχανισμοί ευαπόδεικτοι∙
Και στης Προοπτικής τον Νου οι ομίχλες της συνήθειας.
Και μες στην αυταπάτη, έκαστος είχε ένα ψέμα να προτάξει∙
Ν’ αδράξει λίγο απ’ την Ομίχλη που πλανιόταν.
Έχει κι η Ουτοπία το νομότυπό της,
Επειδή ούτως ή άλλως∙
Την αληθινότη κανείς δεν εκτιμούσε ή δεν άντεχε.
Στην Αγορά πάντα πολλοί οι συναθροισμένοι,
Μακρύ το ταξίδι και στον Ορίζοντα∙
Αχνή η φιγούρα των Βαρβάρων ή του Ηρώδη.
Κι οι άνθρωποι σκυφτοί,
Ένας σάκος με πέτρες τους τσάκιζε την πλάτη∙
Ανίδεοι μέσα στη Γνώση τους,
Μες στην ανικανότητά τους εγωιστές∙
Φτωχοί μέσα στα πλούτη τους,
Μες στην ασφάλειά τους ανασφαλείς∙
Κι όλοι επαίρονταν για της Αδικίας την προστασία,
Μα την άφηναν να ψυχορραγεί σιμά τους∙
Όσο κοντοζυγώνει η ευθύνη,
Τόσο τρανώνει.
Οι Αρχές συγκροτούν κι οι Αρχές συγκροτούνται∙
Τα μύχια τα κρυφά τους που δεν προσεγγίζονται ποτέ.
Κοιτούσα επί ώρα τα τρόφιμα σωριασμένα στο πάτωμα,
Κάποια φιλάνθρωπη με λυπόταν και μου ‘φερνε το περίσσευμά της.
Τίποτα δεν έλειπε…
Στο τέλος του διαδρόμου το μαρτυρολόγιο του πένθους!
Ο Πύρρωνας έμαθε μόνος να μιλά για να είναι χρηστός∙
Και τα επιχειρήματα του Σέξτου όλο και πιο εμφατικά∙
Φθαρμένες οι σημαίες και τ’ αποκαΐδια τους οι εγγυήσεις∙
Κι όλα τα σφάλματα χρήσιμα σ’ αμφιλεγόμενες συνθήκες∙
Στη Δεύτερη Ανθρωποσφαγή τα ρομπότ κατάπιναν αμφεταμίνες∙
Και σήμερα αλόγιστη η κατάποση της ίδιας καραμέλας∙
Στην αναπόδεικτη αναπαύεται και αναλογική της σχέση∙
Με Σύμπνοια Κατασταλτική.
Πόση συγκατάνευση στις ευχές,
Θνητοί έτοιμοι να πληγώσουν και να πληγωθούν.
Κι ΕΓΩ που δεν περίμενα εξόν του Ονείρου μια πτυχή∙
Και τις υπνοβατικές του διαστάσεις.
Άφηνα τους στρατοκρατικούς συνωστισμούς στους Άλλους∙
Και ΜΟΝΗ τραβούσα προς το Ποτάμι.
Εκεί το ψύχος είναι δριμύ κι όλοι το αποφεύγουν∙
Στης Μοναξιάς τις ακρώρειες,
Μια συγχωρητικότητα μ’ επιείκεια να διοικεί τις κορυφές∙
Όσοι λιμοί τα Δεινά να διασχίσουν του Κόσμου,
Εκ θεμελίων συνταράσσοντάς τον∙
Βερμπαλισμοί μ’ εύφλεκτη βενζίνη στα ξέφτια.
Μήτε κόπωση-Μήτε θυμός∙
Ένα ύπουλο μόνο παράπονο να διαβρώνει το τοπίο.
Τα άκρα κρέμονται άτεχνα,
Κι ο κορμός μου φορά μια φούστα κοντή∙
Της ένδυσης να εμβολίζει την ασφάλεια,
Και των περαστικών τα κακομούτσουνα τακτοποιημένα.
Τίποτα δεν έλειπε…
Όλες απερίφραστες οι αρνήσεις,
Κι η εκβλάστηση ακόμη των σπόρων…
Η Μοναξιά ήταν το «φρούριο των Δυνατών»!
Κάθε στοιχείο της και μια μειονότητα∙
Και κάθε π’ απέναντι καθόταν,
Με διαπραγματεύσεις κάτι μου είχε «κλέψει»∙
Και του σχήματος το οξύμωρο,
Όσα κι αν μου είχαν «κλέψει»∙
Μ’ άλλα τόσα τα μύχια είχαν γεμίσει της Ψυχής μου∙
Μόνο η Μοναξιά με τρόπο ανεπαίσθητο διαφεντεύει,
Τις ίδιες της τις εμπειρίες∙
Π’ ούτε εξουσιάζουν-Μήτε τις εξουσιάζεις∙
Σ’ ένα άλσος σκοτεινό κι απόμερο.
Ο Κόσυνθος την Έρκυνα, λέει, θα νυμφευόταν,
Χωρίς φασαρίες, μήτε όρκους πάνω στα βράχια∙
Κι όσοι να ‘ρθουν μου υποσχέθηκαν,
Της ζωής τους άλλαξαν οι οδοδείκτες∙
Κι ας έβλεπαν τα λάθη ολιγωρούσαν∙
Ήταν τα γυάλινα ζωάκια μες στη δική τους σφαίρα.
Οι λέξεις μου, λέει, φόβιζαν το πλήθος…
Κι ύστερα το καπέλο μου,
Σχίζει ο Άνεμος∙
Κι ύστερα το ΜΠΛΕ,
Γίνεται πιο βαθύ στα μάτια∙
Και κοιτούν μακρυά χωρίς να βλέπουν…
* Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.