Άνευ βιβλιογραφίας...

Άνευ βιβλιογραφίας…

Και τώρα εδώ τούτη η μικρή γωνιά του πλανήτη, η οποία διένυε άλλη μια σοσιαλιστική διακυβέρνηση, να υπερμάχεται της ανορθόγραφης συμπόρευσης καπιταλισμού-μαρξισμού, της εξόφθαλμης ασυμβατότητας δημοκρατίας-ανομίας. Και δεν γνώριζε αν μπορεί να είναι ανεξάρτητη απ’ τη Μοίρα, τη βούληση, την αλήθεια. Και τι να σήμαινε αλήθεια; «Μια κινητή στρατιά μεταφορών-μετωνυμιών-ανθρωπομορφισμών. Εν ολίγοις, ένα σύνολο ανθρώπινων σχέσεων που έχουν ενισχυθεί-μετατοπιστεί-εξωραϊστεί ποιητικά και ρητορικά και που έπειτα από μακρόχρονη χρήση μοιάζουν κανονικές κι υποχρεωτικές σταθερές για έναν λαό. Οι αλήθειες είναι ψευδαισθήσεις-μεταφορές που έχουν εξαντληθεί απ’ τη χρήση και δεν διαθέτουν πλέον αισθησιακή δύναμη. Είναι νομίσματα που έχουν χάσει τις όψεις τους και πλέον μετρούν μόνο σαν κομμάτια μέταλλο, όχι σαν νομίσματα.» Μία απ’ τις γνωστές ηθικές μεθερμηνεύσεις του Νίτσε, η οποία εμφιάλωνε κάθε ένστικτο κι αποκήρυττε το παρελθόν του όρου χωρίς ν’ αφήνει ουδεμία απορία περί του πρακτέου. Κάπως έτσι κι οι λαοί μαθαίνουν να ταυτίζουν τις εσωτερικές εμπειρίες με την εξωτερική συμπεριφορά, να υποτάσσουν τις συναισθηματικές αναζητήσεις στις επιδιώξεις της λογικής-της παραγωγικότητας-της αποτελεσματικότητας. Όλες τους οι αναζητήσεις χαρακτηρίζονται από κριτική στάση και στοχεύουν σε επιβολή πάνω σε συνανθρώπους και στη φύση.

 

Κι οι αγαθοί ευαπάτητοι!

Η Ελλαδίτσα, σαν τυπικός σύγχρονος άνθρωπος, αποξενώνεται απ’ τον εαυτό της αναπτύσσοντας τάσεις προς την ηδονή, το παιχνίδι και την άσκοπη αλλά όχι δημιουργική έκφραση. Παρόλο που επαμφοτέριζε πολλάκις καταλήγει πάντα να απονέμει εύσημα εις εαυτόν. Της περγαμηνής το ίαμα δεν είχε καταφέρει να επουλώσει τις ανασφάλειές της, κι όσο κι αν προσπαθεί  να δείξει απόλυτη πειθαρχία, το εσωτερικό της απύθμενο πηγάδι συνέχεια βαθαίνει. Δεν ξέρει αν είναι παράλογο να πιστεύει πως επιστήμη και τεχνολογία διαπλέκονταν για να σηματοδοτήσουν την αρχή του τέλους της ανθρωπότητας. Δεν ξέρει αν μεθίσταται φρενών θεωρώντας τη μεγάλη πρόοδο στρουθοκαμηλισμό, αφού ψυχανεμίζεται πως η επιστημονική των οικονομολόγων γνώση έστηνε δόκανο στην ειρήνη και στην ελευθερία του πνεύματος. Οι πληροφορίες βομβάρδιζαν την νεοφερμένη στον ευρωπαϊκό κύκλο. Ταλανίστηκε η αλήθεια ανάμεσα στο γόητρο που προσδίδει η ιδιότητα του ευρωπαίου και στην πώρωση που καιροφυλακτούσε να διαβρώσει τα όνειρά της. Αισθανόταν σαν μετανάστης νεοαφιχθείς στη νήσον Έλλις, χώρος υποδοχής των ξεριζωμένων της γηραιάς ηπείρου στη Νέα Υόρκη. Ο εκπατρισμένος να νιώθει ένα κράμα θλίψης και δημιουργικότητας να τον κατακλύζει, η προϋπάντηση να διυλίζει τα κύματα, να ετεροκαθορίζει βούληση και ώθηση… Το μέτωπο αρραγές και πόσο δυσδιάκριτες οι αντιμέτωπες πτυχώσεις αληθινής και πλαστής συνειδήσεως;

 

Η πολυγλωσσία στα υπουργικά συμβούλια!

Κι όταν όλα τελέστηκαν υπέρ το δέον εθιμοτυπικά, κι η τελετή έληξε κι όλοι επέστρεψαν ικανοποιημένοι στα σπίτια τους. Κι η Ελλαδίτσα δραπετεύοντας απ’ το ενδιαίτημα της λογικής για λίγο κι έμεινε μόνη της στο σούρουπο χωρίς να θέτει υπό πρίσμα εξιδανικευτικό τον υμέναιο, που αγωνιζόταν υπέρ βωμών και εστιών, μα ν’ ακούει ψιθύρους αγγελοκρουσμένους της Σελήνης, που παρενέβαινε αυτοπροσώπως να καταυγάσει τ’ οζώδες κι έμπυρο έλος των αναμνήσεων, σαν η παλιννόστηση να διχοτομούσε το μέλλον, ευοίωνο ή δίσεκτο, αναπάντητη παραμένει η γιγάντια αυτή διαπάλη.

Κι όσο κι αν η εικόνα ενέπνεε φόβο, οι υπόλοιποι είχαν ένα αλλόκοτο φέρσιμο, λες κι ο φόνος του καθενός εξήρε την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής, κι όπως οι ικέτες ανήκαν στον θεό έτσι κι οι λαοί ανήκαν πλέον στις επιστήμες, κι οιαδήποτε συνεισφορά τους σε πειραματισμούς, εκούσια ή ακούσια αυτό δεν πολυείχε σημασία, επέφερε μίασμα στην ανθρωπότητα. Κι όπως η κάθε πομπή θυσίας συνοδευόταν από μουσικές υποκρούσεις προς εκούσια προσέλκυση του ζώου στον βωμό, ανάλογα κι η προπαγάνδα περί προόδου και θαυματουργών αποτελεσμάτων τόνιζε τις χορδές του αυλού στα ώτα των αρρώστων αναψηλαφώντας την υπόθεση επιβίωσής τους σε μείζον παρεπόμενο τεχνικού εγχειρήματος.

Κι η ψυχή δεν ήταν παρά ένας ταξιδευτής, χωρίς διάδημα κι ασυγκίνητη σ’ ευθυμολογήματα, που μόλις θα εκκινούσε μια μεγάλη εκδρομή σ’ έναν κόσμο που δεν ήξερε αν καλά-καλά υπήρχε, κι αν υπήρχε δεν γνώριζε σε ποιο σημείο αυτή ήταν τοποθετημένη. Κι αφού γνώριζε πως η λέξη δαίμων παράγεται απ’ το ρήμα δαίω που σημαίνει μοιράζω στον καθένα την τύχη του και στην αρχαιότητα αναφερόταν σ’ απρόσωπη κι απροσδιόριστη δύναμη, αναρωτιόταν μήπως η νοηματική μετάλλαξη του όρου δεν επαφίετο μόνο σε χριστιανικό δάκτυλο αλλά σ’ υποσυνείδητη ανάγκη θυματοποίησης προς ανεύρεση δικαιολογιών για τις ανθρώπινες πράξεις.

 

Ελεύθερον το εύψυχον!

Ήταν όντως δυσοίωνο το μέλλον, κι αυτή πόσο ικανή ήταν να το αντιληφθεί; Ο κόσμος συνιστούσε ένα τεράστιο σύστημα εργαλείων κι η σκέψη των ανθρώπων μηχανιστικά υπέκυπτε στην αυξανόμενη εξουσία της. Ως  γρανάζι της εργασιακής διαδικασίας, πόσο της επιτρεπόταν ν’ αυτονομηθεί και να διαφύγει απ’ την ολιστική κίνηση του τεχνικού συνόλου; Ρυθμοί που δήλωναν ξέφρενη εντατικοποίηση, ισχυροποίηση που διασφάλιζε τις ηγέτιδες φιγούρες, υποταγή των παραγωγικών σκιών. Συνεκδοχές μ’ ακαθόριστη αρχή και τέλος, αφού η βάση της κοινωνικής πυραμίδας υποσυνείδητα ακολουθούσε την όλη διαδικασία γνωρίζοντας αλλά εθελοτυφλώντας μπροστά στις παραγωγικές σχέσεις, οι οποίες παρέμεναν πάντα οπλισμένες με νύχια φονικά.

 

Μάλλον με πείραξε το τσίπουρο…

Απέναντι ένας τύπος με λαγνεία κοιτούσε τις τρυφερές κινήσεις των χειλιών μου ν’ αγκαλιάζουν το στόμιο του ποτηριού, άσχημο δεν θα τον έλεγες σίγουρα. Φόρεσε ανάποδα την τραγιάσκα, βλεφάρισε τον ήλιο, τ’ αντιφέγγισμα χρωμάτιζε το δέρμα του με σταχτοκίτρινες ή ωχρογάλανες γραμμές. Μ’ αστραπιαίες εναλλαγές το βιράρισμα, έστριψε κι εξαφανίστηκε. Τον παρομοίασα με ιγκουάνα, ένα περίεργο ζώο που σε καιρό ψυχικής γαλήνης διαβιεί αμέριμνα αναπτύσσοντας φιλικούς δεσμούς με ομότεχνους της φύσης. Σαν όμως τα βέλη του Έρωτα το κονταρίσουν το φέρσιμό του γίνεται αλλόκοτο, η εναλλαξιμότητα στη διάθεση και στην επιδερμίδα είναι έντονη δημιουργώντας εξόντωση στο ίδιο και καχυποψία στον περίγυρο.

Σίγουρα έπασχε κι αυτός απ’ την ψυχιατρική διαταραχή της «δραπετομανίας». Είναι αδιαμφισβήτητη η διάγνωση. Αναβοούσαν οι ενδείξεις…

 

Ευτυχώς ο τύπος δραπέτευσε. Αλλά όχι η Ελλάδα…

Κοίταξα το πιάτο, που μου είχε σερβίρει ένας νέος στο ταβερνάκι, ελιές-καρότο ψιλοκομμένο. Αναγούλιασα προς στιγμήν, αμυδρά φαντάστηκα μια παράξενη μελαγχολία να κολυμπά στο ξύδι.

«Λες να ήταν μεταλλαγμένη κι αυτή;»

Pages: 1 2

Leave a Reply