48 μικρόφωνα

48 μικρόφωνα

Σςςςςςςςςςςςςςς
Σςςςςςςς
Μην ενεργοποιήσεις τις 48 πτυχές της φωνής μου,
Δεν είναι απλό ένα θερμόμετρο με λυωμένο υδράργυρο∙
Την πληβειακή ν’ απειλεί Ουτοπία…

 

Όμορφα-γλυκά πρόσωπα,
Ονειρεύονται πάντα οι Εραστές.
Κάθε Κεραυνός γονιμοποιεί τη Γη χωρίς τη θέλησή της,
Τη δεξιοτεχνία του σ’ ένα παρόν ν’ αποδείξει∙
Και τη λησμονημένη του ν’ αναπτερώσει λαλιά.
Ο Αγέρας στροβιλίζει την Άμμο παρά τη βούλησή της,
Όλα τ’ απόκρυφά της σ’ ένα σήμερα ν’ ανακαλύψει∙
Την περιστασιακή κακία του να τονίσει.
Σκέφτομαι!
Των Γυναικών οι βουβώνες στη νηπιακή τους ηλικία,
Πίστη ορκίζονται στους Εραστές της Ηδονής∙
Μα ενήλικες διπλώνουν σε σημαίες της Frontex τα παιδιά τους.
Κλειτοριδεκτομή στην Ανατολή κι αιδοιοραφή στη Δύση,
Στήνουν τα παραμάγαζα της λαθραίας Κρίσης∙
Κρίση Οικονομίας μες στου Γερμανικού Ρομαντισμού τα όρια,
Μες στης Εργοδοσίας τον κλοιό Κρίση Επιληψίας.
Όταν τα ρούχα κυλούν στο πάτωμα,
Κάποια κορμιά πολιορκούνται∙
Άλλοτε μ’ αναβλητικότητα βασανιστική,
Μ’ ηδονιστική αδηφαγία άλλοτε.
Κι όσο πιο λυπημένος,
Τόσο στον εκπορθητή σκορπάς τα ένστικτα∙
Κι όσο πιο ξεχασμένος,
Τόσο στον κατακτητή στρέφεις οιωνούς∙
Κι έπειτα αποχωρούν οι Ειρηνοποιοί,
Κι απομένει το σώμα κουρσεμένο∙
Μεσα στη νέα λύτρωση της Μοναξιάς του.
Η δυνητική διάλυση της σκέψης,
Να τρέχει με ζήλο επαναστατικό∙
Το ποτιστήρι είναι μια πυξίδα,
Όταν οι άνθρωποι στέκουν στο περιτύλιγμα∙
Πέρα απ’ τη συνουσία πιότερο τα δάχτυλα τα ζεστά.
Και διόλου δεν είμαστε εκτεθειμένοι,
Ίσως ο Διάβολος σ’ εμάς∙
Όταν κανείς δεν θέλει να παίξει μαζί σου μπουγέλο,
Πας στο Ποτάμι και λούζεσαι την αφαλατωμένη του αλμύρα∙
Βγαίνεις στη βροχή χωρίς ομπρέλα,
Να κάνουν συμπόσιο στο δέρμα τα σταλάματα.
Άρχισα να ζωγραφίζω σε καμβά διάφανο,
Να το δωρίσω στου Καπνού τα δαχτυλίδια.
Για πες μου!
Πως θα σου φαινόταν αν εκμυστηρευτώ,
Πως οι βιασμοί βρίσκουν τις αρτηρίες;
Δεν μου αρκεί τόσο σκοτάδι!
Κι ΕΥΤΥΧΩΣ!
Που το χορτάρι φρόντιζε να συγκαταλέγει την Παπαρούνα,
Στις υποχρεώσεις ή στις εκκρεμότητές του…
Για πες μου!
Πως θα σου φαινόταν αν εκμυστηρευτώ,
Πως ούρλιαζα από χαρά σαν σκότωνα;
Κι ΕΥΤΥΧΩΣ!
Που η ΛΥΠΗ σκονίζει τα πράγματα,
Κι αναδεικνύει τη ματαιόδοξη αχρωμία…
Για πες μου!
Πως θα σου φαινόταν αν εκμυστηρευτώ,
Πως αδειάζω τους αμμόσακκους απ’ το αερόστατο του Κόσμου;
Κι ΕΥΤΥΧΩΣ!
Με πιάνει πανικός και θέλω να τρέξω να κρυφτώ∙
Στην ανεπαίσθητη αμαρτία μιας ατέρμονης Θλίψης.
Όλοι ξαφνικά φορούν το φράκο τους,
Και γοητεύονται απ’ τα διάκενα της Μουσικής∙

 

Ξέρεις!
Θα ‘θελα έν’ αερόστατο Κόκκινο,
Και μια ΤΥΧΑΙΟΤΗΤΑ να συναινούσε∙
Μερικές φορές σκέφτομαι,
Πως το μπάσο ποτέ δεν ήταν «ήσυχο»…

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4

Leave a Reply