Σςςςςςςςςςςςςςς
Σςςςςςςς
Η Μεγάλη Ηρεμία συνδεδεμένη με καλώδια στην κονσόλα,
Νυχτερίδες με τα Νύχια αδυσώπητα κρεμασμένες στο ταβάνι∙
Κι όπου υποψία Ψυχής στημένα 48 μικρόφωνα.
Θα μπορούσε να τεθεί ως ζήτημα,
Της «Χαμένης Χρονολογικής Στήλης»…
Το Εφήμερο και το Αιώνιο όρισαν σημείο συνάντησης,
Στις δέκα πόρτες του Σκοταδιού∙
Το απρόβλεπτο και το Μόνιμο δημιουργούν δικούς τους Νεκροθάφτες,
Επικαλούμενοι τις Ψυχές των θηραμάτων που σκότωναν στο κυνήγι∙
Κι όσο πιο εξεγερμένος τόσο μεγαλύτερο αδιέξοδο,
Ν’ αποστραγγίζει τη Δίψα στο χείλος του Γκρεμού∙
Και μέσα στους βάλτους κρυμμένη η καταγωγή της Λήθης,
Φυλλομετρά τα σαπισμένα ζώα που δεν χωρά ο Χάρτης∙
Κι επινοεί τη θύμηση και τη Μνημοσύνη.
Μαζεύουν κλαδιά και ψάρια αποξηραμένα∙
Τη Φωλιά του Οράματος να χτίσουν.
Κι έτσι συγκεκριμένες με τη ρίζα τους αισθητή,
Μιαν Οπτασία βιάζονται να νυμφευθούν.
Προγενέστερη,
Που ερχόταν από Άστρα μακρινά κι ήξερε ν’ αφουγκράζεται γκαρίσματα∙
Μεταγενέστερη,
Που αταξίδευτη ήξερε με προστυχιά ζημιές να προκαλεί∙
Καθώς δίνουν εντολή να κατεβάσουν απ’ το Πλοίο τη Μνήμη,
Μιαν αντανάκλαση σε Συμφωνητικό Συμβίωσης τρέχουν ν’ ασφαλίσουν∙
Εκεί που θα περνά κι η Γη θα τρέμει,
Νομότυπα η Αστυνομία θα ταυτίζεται με το παρακράτος∙
Όταν τον Άνθρωπο θα θωρεί στης Επιστήμης τα στρατόπεδα,
Πειραματόζωο να γίνεται∙
Τα ψάρια όλα κολυμπούν μα στο πτερύγιο είναι η διαφορά.
Εκεί που θα πατά κι η φωτιά θ’ ανάβει,
Ανάμεσα στις φλόγες με ομιλίες σφαλιστές σε χείλη ορθάνοιχτα∙
Με πίδακες νερού στα σκέλη και σιντριβάνια αίματος στη Μήτρα.
Τα μεγάλα σκουλαρίκια έχουν μια δική τους αγνόηση,
Μέσα στον αυτόφωτο πάτο του Καθρέφτη∙
Την άθικτη ρητορική των τοκισμών και των δανεισμών τη φαύλη προσμονή.
Δεν υπάρχει «Εαυτός»,
Ένας Ίσκιος περιπλανιέται στα Νερά όλη τη Νύχτα∙
Κι οι Φωνές απ’ τις Πέτρες κορόιδευαν τα μονόλεπτα.
Είναι τα παλάτια της Ύπαρξης,
Με τους διαμελισμένους σκελετούς της εξορισμένους∙
Στις ετοιμόρροπες στοίβες ενός χαμένου Κολάζ.
Ένα προσωρινό γιαπί κενοδοξίας ο Άνθρωπος.
Κι όταν υπόγειος γίνει ο Ήχος,
Συνένοχος καθίσταται στην οσμή των υπονόμων∙
Κι ίσως συμπονετικός για τους πένητες∙
Αρκεί «απολίτιστη» να στέφει τη συνείδησή τους.
Κι ίσως αιχμάλωτος στους εκβιασμούς του Βίου∙
Αρκεί στους προβολείς τη γλίτσα του να καμαρώνει.
Από τα μάτια άλλωστε διέρχεται,
Η σύγκλιση Μέρας και Νύχτας.
Μόνο που η Μέρα επαληθεύει τη στάχτη και περιφρονεί την ασχήμια∙
Μόνο που η Νύχτα συνδαυλίζει τη χόβολη,
Κι εναρμονίζει τα άκρα της Ασχήμιας∙
Είναι πολλά τα κατάλοιπα πάνω στα βρώμικα μυαλά,
Λύκοι και Νυχτερίδες στον Εφιάλτη∙
Μόνο που οι Λύκοι επιβουλεύονται τη σάρκα,
Αν υπάρχει σάρκα να γλιτωθεί απ’ τα λυσσασμένα δόντια∙
Μόνο που οι Νυχτερίδες σφετερίζονται την Ψυχή,
Αν υπάρχει Ψυχή να σωθεί απ’ τα προσκυνημένα νύχια.
Η Πόλη το πρωί βρίσκει το ρυθμό της,
Κι ανατριχιάζει σαν θωρεί τα μουσκεμένα ρούχα∙
Φίδια ύπουλα που δεν αντέχουν τη λασπωμένη προίκα.
Χωματένιες δηλώσεις Φιλανθρωπίας,
Και Φόβος μπρος στη λογική της Παραφροσύνης.
Τελικά τις πληγές,
Τις μυρίζονται τα θηρία από πολύ μακρυά.
Τι σημασία αν δίχως τη γραφή δεν μπορώ να μιλώ∙
Οι Νυχτερίδες δαιμονίζονται με της εμμήνου ρήσεως το Αίμα!
Κι η Δημοκρατία, μη νομίζεις,
Καλούπι μιας γύψινης παράστασης∙
Στον αστερισμό της νομιμοφάνειας όλα τα πρόδωσε.
ΕΣΥ τη νόμιζες Δυνατή,
ΑΥΤΗ ΔΕΝ ΗΤΑΝ…